προεισάγω
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
[ᾰ],
A bring in, introduce before (sc. εἰς τοὺς φράτερας), D. 39.32 (Pass.); ἐπὶ τὴν χώραν τἀδελφοῦ IG22.1326.31 (Pass.); τὴν κακίαν τῆς ἀρετῆς Plu.2.1066d; τὰ προεισηγμένα measures previously introduced, v.l.in J.AJ19.2.2; in writing, introduce or describe first, τὸν τοῦ πρεσβυτέρου [βίον] Plu.Dio 2; ἡ προεισηγμένη σφραγίς aforementioned, PHamb.12.20 (iii A.D., prob.), cf. Stud.Pal.17p.25 (iii A.D.). II intr., ἑαυτοῦ π. go on the stage before oneself, Arist. Pol.1336b29.
German (Pape)
[Seite 718] (s. ἄγω), vorher hineinführen; ἐμοῦ προεισηγμένου, sc. εἰς φράτορας, Dem. 39, 32; von Schauspielern, auftreten lassen, Arist. pol. 7, 17. – Med. für sich, zum eigenen Gebrauche vorher einführen; vom Lande in die Stadt, προεισάξαντο σιτία, Her. 1, 190. 8, 20.
Greek (Liddell-Scott)
προεισάγω: [ᾰ], Ἰων. προεσ-, εἰσάγω προηγουμένως ἢ πρότερον, εἰς τοὺς φράτερας Δημ. 1004. 6· τὴν κακίαν τῆς ἀρετῆς Πλούτ. 2. 1066D· ― εἰσάγω ἢ περιγράφω πρῶτον, τι ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 2· ― Μέσ., εἰσάγω ἐκ τῶν προτέρων δι’ ἐμαυτὸν ἢ πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, εἰσάγω ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν πόλιν, προεσάξαντο σιτία Ἡρόδ. 1. 190, πρβλ. 8. 20. ΙΙ. ἀμετάβ., οὐδενὶ πώποτε παρῆκεν ἑαυτοῦ προεισάγειν, οὐδὲ τῶν εὐτελῶν ὑποκριτῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 13.
French (Bailly abrégé)
1 introduire auparavant, exposer d’abord;
2 introduire de préférence : τί τινος une chose avant une autre;
Moy. προεισάγομαι introduire pour son usage, acc..
Étymologie: πρό, εἰσάγω.
Greek Monolingual
ΝΑ εἰσάγω
εισάγω εκ τών προτέρων
αρχ.
1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», επιγρ.)
2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ πρεσβυτέρου προεισαγάγωμεν», Πλούτ.)
3. (αμτβ.) εμφανίζομαι πρώτος στη σκηνή θεάτρου («οὐθενὶ γὰρ πώποτε παρῆκεν ἑαυτοῡ προεισάγειν, οὐδὲ τῶν εὐτελῶν ὑποκριτῶν, ὡς οἰκειουμένων τῶν θεατῶν ταῑς πρώταις ἀκοαῑς», Αριστοτ.)
4. διδάσκω ένα δράμα για πρώτη φορά («ἡ Ἀνδρομέδα ὀγδόῳ ἔτει προεισῆκται», Σχόλ. Αριστοφ.)
5. μέσ. προεισάγομαι
εισάγω εκ τών προτέρων από τους αγρούς στην πόλη για προσωπική μου χρήση («προεσάξαντο σιτία», Ηρόδ.)
6. (η μτχ. ουδ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προεισηγμένα
μέτρα που εισήχθησαν προηγουμένως («οἷς μὴ ἀρέσκοιτο τὰ προεισηγμένα», Ιώσ.)
7. φρ. «ἡ προεισηγμένη σφραγίς» — η προαναφερθείσα σφραγίδα.
Greek Monotonic
προεισάγω: [ᾰ], Ιων. προ-εσ-, μέλ. -ξω,
I. φέρνω μέσα ή εισάγω πιο πριν, σε Δημ. — Μέσ., εισάγω εκ των προτέρων για τον εαυτό μου, εισάγω από τον αγρό στην πόλη, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., προεισάγω ἑαυτοῦ, πηγαίνω, ανεβαίνω στη σκηνή πριν από κάποιον άλλο, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εισάγω act. eerder introduceren: met acc..; τὸν τοῦ πρεσβυτέρου π. eerst dat (het leven) van de oudere persoon introduceren Plut. Dion 2.7; intrans. eerder op het toneel verschijnen: met gen.. οὐθενὶ... πώποτε παρῆκεν ἑαυτου προεισάγειν hij heeft nooit iemand toegestaan eerder dan hijzelf op het toneel te verschijnen Aristot. Pol. 1336b29. med. van tevoren naar binnen brengen:. προεσάξαντο σιτία zij hadden van tevoren proviand ingeslagen Hdt. 1.190.2.
Russian (Dvoretsky)
προεισάγω: ион. προεσάγω (ᾰ) тж. med.
1) заблаговременно ввозить (med. σιτία Her.);
2) вводить раньше: τί τινος π. Plut. вводить что-л. раньше чего-л.;
3) выступать на сцену: π. τινός Arst. выходить на сцену раньше кого-л.