Σειρήν

From LSJ
Revision as of 08:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σειρήν Medium diacritics: Σειρήν Low diacritics: Σειρήν Capitals: ΣΕΙΡΗΝ
Transliteration A: Seirḗn Transliteration B: Seirēn Transliteration C: Seirin Beta Code: *seirh/n

English (LSJ)

ῆνος, ἡ, Siren; in pl., Σειρῆνες, αἱ, Sirens, Od.12.39, al., cf. Sch.ad loc.; Ep. dual gen. Σειρήνοιιν ib.52, 167;

   A πτεροφόροι νεανίδες . . Σειρῆνες E.Hel.169 (lyr.), cf. Fr.911 (lyr.); Σειρὴν . . τὰ σκέλη δὲ κοψίχου Anaxil.22.20; cf. ἁρπυιόγουνος; σειρῆνα κόμπον . . ὃς Ζεφύρου σιγάζει πνοάς Pi.Parth.2.13, cf. Hes.Fr.69; ἐπὶ τῶν κύκλων [τοῦ ἀτράκτου] . . ἐφ' ἑκάστου βεβηκέναι Σειρῆνα . . φωνὴν μίαν ἱεῖσαν Pl.R.617b (hence σειρῆνες· τὰ ἄστρα, Lex.Rhet.ap.Eust.1709.54, cf. Theo Sm. p.146H.); as a grave-ornament, στᾶλαι καὶ Σειρῆνες ἐμαί AP7.710 (Erinna), cf. 491 (Mnasalc.).    II metaph., Siren, deceitful woman, E.Andr.936: also, the Siren charm of eloquence, persuasion, and the like, Alcm.7, Aeschin.3.228, Alex.Aet.7 (pl.); ποικίλη σ., of philosophy, Phld.Rh.2.145 S.; λόγων σ. καὶ χάρις Plu.Mar.44, cf. D.H. Comp.26, Jul.Or.2.52d; ὤλετο παρθενίη σ. ἐμή Supp.Epigr.1.567.7 (Fayum), cf. IG14.1942 (Rome); σειρῆνα θεάτρων, of Menander, ib.1183; ἔνθεον σειρῆνα χεύῃ ib.42(1).130.17 (Epid.).    III ὁ, a kind of solitary bee or wasp, Arist.HA623b11.    IV a small singingbird, Hsch.    2 prob. ostrich, LXX Is.13.21,al., 1Enoch 19.2.    V as name of Zeus, dub. in Antim.94 (σείρινα acc. sg., codd.EM).    VI a light garment, Harp. s.v. σείρινα, Phot. (Correctly written with -ει-, as name of a ship, IG22.1629.687.)

German (Pape)

[Seite 868] ῆνος, ἡ, die Sirene (s. nom. pr.). Uebertr., der Zauber der Ueberredung, ἡ τοῦ λόγου σ. καὶ χάρις, Plut. Mar. 44; auch bezaubernder Liebreiz, D. Hal., vgl. Schäf. zu C. V. p. 26. – Bei Arist. II. A. 9, 40 eine wilde Bienenart; vgl. Phot. σειρὴν μὲν φίλον ἀγγέλλει, ξεῖνον δὲ μέλισσα. – Bei Hesych. eine kleine Vogelart, vielleicht der Zeisig, franz. serin.

Greek (Liddell-Scott)

Σειρήν: -ῆνος, ἡ· ἐν τῷ πληθ. Σειρῆνες, αἱ, μυθικὰ πρόσωπα, ἀδελφαί, ἐπὶ τῆς νοτίου παραλίας τῆς Ἰταλίας, αἵτινες διὰ τῆς γλυκύτητος τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐγοήτευον τούς παραπλέοντας καί ἕπειτα τούς ἐφόνευον· ὁ μῦθος εὕρηται πρῶτον ἐν Ὀδ. Μ. 39 κἑξ., 158 κἑξ. Ὁ Ὅμηρ. μνημονεύει μόνον δύο (ὅθεν καί ἡ Ἐπικ. δυϊκ. γενική Σειρήνοιιν, Ὀδ. Μ. 52, 167)· αἵτινες κατόπιν ἐγένοντο τρεῖς, Πεισινόη, Ἀγλαόπη, Θελξιέπεια, ἢ Μόλπη (Μολπαδία), Ἀγλαοφήμη, Θελξιόπη, Σχόλ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. τινές δὲ προσέθηκαν καὶ τετάρτην Λίγεια· ὑπῆρχον Σειρῆνες ὀκτὼ κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 617Β, C, πρὸς παράστασιν τῶν φθόγγων ἐν τῇ μουσικῇ τῶν σφαιρῶν· περιγράφονται δὲ ὡς πτεροφόροι παρὰ τῷ Εὕρ. ἐν Ἑλ. 167, πρβλ. Ἀποσπ. 903· ὡς ἔχουσαι πόδας πτηνῶν παρὰ τῷ Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21, Λυκόφρ. 653. Οἱ Ἕλληνες συχνάκις ἔθετον ὁμοιώματα Σειρήνων ἐπί τῶν τάφων ὅπως παραστήσωσι τούς πενθοῦντας, Ἤριννα ἐν τῇ Ἀνθ. Π, 7. 710, πρβλ. 491, Λυκόφρ. 1463· πρβλ. Μüller Archaöl. d. Kunst § 393. 4. ― Περί τοῦ μύθου ἴδε Voss Antisymb. 1, σ. 253 κἑξ., 2, σ. 338, Nitzsch εἰς Ὀδ. Μ. 44. ΙΙ. μεταφορ. Σειρήν, ἀπατηλὴ γυνή, Εὐρ. Ἀνδρ. 936· ὡσαύτως, ἡ γοητεία ἢ τὰ θέλγητρα τῆς εὐγλωττίας καὶ τῶν πειστικῶν λόγων, κ.τ.τ., Αἰσχίν. 86. 17 κἑξ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 349· λόγων, σ. καί χάρις Πλουτ. Μάρ. 44, πρβλ. Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 20· ― μεταγενέστερός τις ποιητής καλεῖ τὸν Μένανδρον σειρῆνα θεάτρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6083. ΙΙΙ. εἶδος μεμονωμένης τινὸς ἀγρίας μελίσσης ἢ σφηκός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 2. IV. μικρόν ᾠδικόν πτηνόν, Ἡσύχ.· ἴσως ὡς ἐρμηνεία τῆς χρήσεως τῆς λέξεως παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΙΓ’, 23, ΛΔ΄, 13, κτλ.), ἔνθα ὅμως φαίνεται ὅτι σημαίνεται ἡ γλαῦξ ἢ τοιοῦτόν τι μελαγχολικὸν πτηνόν. V. ἀστερισμός τις, ὡς τὸ Σείριος, Εὐστ. 1709. 54 VI. ἐλαφρὸν ἔνδυμα, Γραμμ.· πρβλ. σείρινος. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως ἄγνωστος. Συνήθως παράγεται ἐκ τοῦ σειρά, = αἱ ἐμπλέκουσαι, δεσμεύουσαι). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειρῆνες· οἱ λεπτοί καὶ διαφανεῖς χιτῶνες». ― Ἴδε Γ. Γαρδίκα Ἡ γυνὴ ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Πολιτισμῷ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 487.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ἡ) :
Sirène ; fig. une sirène, càd une femme habile à séduire ; grâce, séduction.
Étymologie: R. Σερ, lier, attacher ; cf. σειρά, εἴρω.

English (Autenrieth)

pl. Σειρῆνες, du. Σειρήνοιιν: pl., the Sirens, two in number, si<<>*<>>ging maidens, by their enchanting song luring mariners to destruction, Od. 12.39 ff., 158, 167, 198, Od. 23.326. (The conception of the Sirens as bird-footed and three in number, as seen in the cut, is post-Homeric.)

Greek Monotonic

Σειρήν: -ῆνος, ἡ, Σειρήνα· πληθ. Σειρῆνες, αἱ,
I. Σειρήνες, μυθολογικά πρόσωπα· επρόκειτο για αδελφές μεταξύ τους, στη νότια ακτή της Ιταλίας, που με τα τραγούδια τους αποπλανούσαν τους διερχόμενους ναυτικούς και κατόπιν τους σκότωναν, σε Ομήρ. Οδ. Ο Όμηρος μνημονεύει μόνον δύο, απ' όπου η Επικ. γεν. δυϊκ., Σειρήνοιιν.
II. μεταφ., Σειρήνα, ξελογιάστρα γυναίκα, σε Ευρ.· τα θέλγητρα της ευγλωττίας των Σειρήνων, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Σειρήν -ῆνος, ἡ Sirene, meest plur.; overdr. betovering:. ἡ τῶν λόγων σειρὴν καὶ χάρις de betovering en charme van de woorden Plut. Mar. 44.6.