μεσημβρία
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
(μέσος, ἡμέρα), Ion. μεσαμβρίη Hdt. (v. infr.), Arr. Ind.3.8, al.: ἡ:—
A midday, Ζεὺς ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτα Archil.74. 3; ἐν μεσημβρίας θάλπει A.Supp.746; ἀποκλιναμένης τῆς μεσαμβρίης Hdt.3.104; μεσαμβρίης at noon, ibid.; ἔτρωγ' . . σῦκα τῆς μεσημβρίας Ar.Fr.463, cf. Eub.106, Pherecr.80, Ar.V.500; τῇ μεσαμβρίῃ Hdt. l.c.; ἐν μεσημβρίᾳ Th.6.100; νύκτα ἐν μ. ἐπαγόμενοι Pl.Lg.897d; ἅμα μεσημβρίᾳ X.HG5.3.1; ἐκ μεσημβρίας just after noon, Pl.Ax. 372; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ar.Av. 1499; ἤδη ἦν μ. Pl.Smp. 220c; μ. ἵσταται 'tis high noon, Id.Phdr.242a. II the South, Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης Hecat.108 J.; [ποταμὸς] ῥέων ἀπὸ μεσαμβρίης Hdt.1.6; κεῖται πόλις πρὸς μεσαμβρίην ib.142; τὰ πρὸς μ. Id.7.113, cf.IG7.3073.95 (Lebad., ii B. C.). [μεσημβρῑη APl.4.369.]
German (Pape)
[Seite 137] ἡ (ἡμέρα, eigtl. μεσημερία), ion. μεσαμβρίη, Mittag; 1) Tageszeit; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ar. Av. 1499; τῆς μεσημβρίας, Mittags, Vesp. 500, wie μεσαμβρίης Her. 3, 104; ἀποκλιναμένης τῆς μεσαμβρίης, von der im Mittag stehenden u. sich zum Abend abwärts neigenden Sonne hergenommen, Nachmittags, ibd.; vgl. Plat. Phaedr. 242 a, ὡς σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται σταθερά; Thuc. 2, 28; Xen. u. Folgde; auch übertr., wie bei uns, μεσ. τοῦ βίου, VLL. – 2) Himmelsgegend, Süden, Her. 1, 6. 142 u. Sp. – [Ι ist lang gebraucht Ep. in athlet. stat. 45 (Plan. 369).]
Greek (Liddell-Scott)
μεσημβρία: (ἀντὶ μεσημερία), Ἰων. μεσαμβρίη, ἡ: μέση ἡμέρα, μεσημέριον, Ζεύς... ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας φάος Ἀρχίλ. 74 [31]· ἐν μεσημβρίας θάλπει· Αἰσχύλ. Ἱκ. 746· ἀποκλινομένης τῆς μεσημβρίας Ἡρόδ. 3. 104· μεσαμβρίης, τῇ μεσαμβρίᾳ, αὐτόθι· ἔτρωγ’ ἵνα κάμνοι σῦκα τῆς μεσημβρίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 76, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 3· τῆς μεσημβρίας Ἀριστοφ. Σφ. 500· οὕτω, τῇ μεσημβρίῃ Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν μεσημβρίῃ Θουκ. 6. 100, Πλάτ. κλ.· ἅμα μεσημβρίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 1· ἐκ μεσημβρίας, εὐθὺς μετὰ μεσημβρίαν, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β· σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1409· ἤδη ἦν μ. Πλάτ. Συμπ. 220D· μ. ἵσταται, εἶναι ἀκριβῶς μεσημβρία, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 242Α· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ΙΙ. ἡ μεσημβρία, τὸ νότιον σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄρκτον, Ἑκαταῖος 78, Ἡρόδ. 1. 6, 142· τὰ πρὸς μεσημβρίην 7. 131.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 le milieu du jour, midi : ἐν μεσημβρίᾳ XÉN à midi ; μεσαμβρίης HDT, τῇ μεσαμβρίῃ HDT m. sign.
2 le midi, le sud.
Étymologie: μέσος, ἡμέρα.
English (Strong)
from μέσος and ἡμέρα; midday; by implication, the south: noon, south.
English (Thayer)
μεσημβρίας, ἡ (μέσος and ἡμέρα), from Herodotus down, midday (on the omission of the article cf. Winer s Grammar, 121 (115));
a. (as respects time) noon: the south: κατά, II:2).
Greek Monolingual
η (Α μεσημβρία και ιων. τ. μεσαμβρίη)
1. το μέσο της ημέρας σε έναν τόπο, η στιγμή κατά την οποία το κέντρο του Ηλίου μεσουρανεί, δηλαδή βρίσκεται στον μεσημβρινό του τόπου, η δωδέκατη ώρα της ημέρας, το μεσημέρι («νύκτα ἐν μεσημβρίᾳ ἐπαγόμενοι», Πλάτ.)
2. ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ο Νότος («πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδόν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. το σύνολο τών χωρών που βρίσκονται προς τον Νότο
2. αυτός που έχει πρόσοψη στον Νότο («διαμέρισμα προς μεσημβρία»)
3. μτφ. διάμεση εποχή μεταξύ αρχής και τέλους («στη μεσημβρία της ζωής»)
4. αστρον. η ανώτερη διάβαση από τον μεσημβρινό ενός τόπου κάποιου κινητού, πραγματικού ή φανταστικού, το οποίο χρησιμεύει για τον καθορισμό της κλίμακας του χρόνου και ειδικότερα του αστρικού, του αληθούς ηλιακού, του παγκόσμιου κ.ά. χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. σχηματισμένη από τη φράση μέσον ἆμαρ (πρβλ. και μεσαμέριον, μεσαμέριος < μέσον + ἀμέρα) + παραγωγική κατάλ. -ία. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. σχηματίστηκε με συγκοπή του -α- (μεσ-ᾱμβρ-ιος) από τη β' συλλαβή του ἆμαρ. Κατ' άλλους, ο ιων. τ. μεσαμβρίη έχει το -α- βραχύ, αποτέλεσμα της λειτουργίας του βραχυντικού νόμου του Osthoff, ενώ ο αττ. τ. μεσημβρία οφείλεται σε επίδραση της λ. ἡμέρα.
Greek Monotonic
μεσημβρία: (αντί μεσ-ημερία), Ιων. μεσ-αμβρίη, ἡ·
I. το μέσον της ημέρας, μεσημέρι, σε Ηρόδ.· μεσαμβρίης, κατά το μεσημέρι, στον ίδ.· τῆς μεσημβρίας, σε Αριστοφ.· ομοίως, τῇ μεσημβρίῃ, σε Ηρόδ.· ἐν μεσημβρίᾳ, σε Θουκ.· μεσημβρία ἵσταται, είναι μεσημέρι, σε Πλάτ.
II. οι διαιρέσεις του μεσημεριού, ο Νότος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μεσημβρία: ион. μεσαμβρίη ἡ
1) полдень (ἐν и ἅμα μεσημβρίᾳ Xen., μεσαμβρίης и τῇ μεσαμβρίῃ Her. или τῆς μεσημβρίας Arph.): ἐκ μεσημβρίας Plat. тотчас же после полудня;
2) юг: τὰ πρὸς μεσαμβρίην Her. области, лежащие к югу.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: midday, as direction south (Att. A.);
Other forms: -ίη (Archil., Hecat.), μεσαμβρίη (Hdt.)
Derivatives: μεσημβρινός (Att.), Dor. (Theoc.) μεσαμβρινός of the midday, southern (after the adj. of time in -ινός; cf. Risch Mus. Helv. 2, 17); μεσήμβριος southern (Ruf. ap. Orib.), f. μεσημβριάς (Nonn.); also (after Dor. ἀμέρα) τὸ μεσαμέριον on the midday (Theoc.). Denomin.: μεσημβρ-ιάζω (Pl.), -ίζω (Str.), ptc. -ιάων, -ιόων (AP, A. R.) pass the midday, culminate, of sun and stars.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Abstract formation in -ία from μέσον ἆμαρ or from a (supposed) adj. PGr. *μέσ-αμ(β)ρ-ος, -ιος of the middle of the day to the zero grade of ἆμαρ day; from this with PGr. shortening μεσ-αμβρ-ία, -ίη (Schwyzer 279) and, with analogical η after ἦμαρ, ἡμέρα, μεσ-ημβρ-ία.