μείζων

From LSJ
Revision as of 04:05, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

French (Bailly abrégé)

Cp. de μέγας.

English (Autenrieth)

see μέγας.

English (Slater)

μείζων v. μέγας.

English (Strong)

irregular comparative of μέγας; larger (literally or figuratively, specially, in age): elder, greater(-est), more.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, -ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)
1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει
2. μεγαλύτερος στην ηλικία
νεοελλ.
φρ. α) «κατά μείζονα λόγον» — κατά μεγαλύτερη αιτιολογία ή υποχρέωση, για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους
β) (λογ.) «μείζων πρόταση» — η ηγουμένη πρόταση συλλογισμού
γ) ανατ. i) «μείζων επίπλουν» — πτυχή του περιτοναίου η οποία φέρεται από το στομάχι μέχρι την ηβική σύμφυση, καλύπτοντας από εμπρός τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ τετράπλευρο πέταλο
ii) «μείζων τροχαντήρας» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, κοντά στον αυχένα του μηριαίου
δ) μουσ. i) «μείζων τόνος» ή «μείζων τρόπος» ή «μείζων συγχορδία» ή «μείζον διάστημα» — ένας από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια μουσική σύνθεση
ii) μουσ. «μείζων κλίμακα» — συνεχής διαδοχή μέσα στο διάστημα τών επτά φθόγγων της κλίμακας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα, ανώτερος
μσν.
1. ισχυρότερος
2. σπουδαιότερος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. μείζων
(ως τίτλος) ο αρχηγός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑζον
περισσότερο
3. φρ. «οὔτε μεῑζον οὔτε ἔλαττον» — απολύτως τίποτε, καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέζων (< μέγ-jων) < θ. μεγ- του μέγας. Ο αττ. τ. μείζων εμφανίζει -ει- αναλογικά προς τα συγκρ. ἀμείνων, κρείττων. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mezo και πληθ. ουδ. mezoa και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο mezavo].

Greek Monotonic

μείζων: συγκρ. του μέγας.

Russian (Dvoretsky)

μείζων: ион. μέζων, дор. μέσδων 2, gen. ονος [compar. к μέγας
1) больший, более рослый (μ. καὶ πάσσων Hom.);
2) старший (Αἴας ὁ μ. Soph.);
3) более тяжелый (φορτίον Dem.);
4) более громкий (μεῖζον φθέγγεσθαι Plat.);
5) более долгий, более продолжительный (χρόνος Eur.);
6) более длинный, более пространный (λόγος Soph.);
7) более могущественный (ξένοι Eur.);
8) более важный, более значительный (χάρμα Aesch.).

Frisk Etymological English

Meaning: larger
See also: s. μέγας.