κόφινος

From LSJ
Revision as of 20:25, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόφῐνος Medium diacritics: κόφινος Low diacritics: κόφινος Capitals: ΚΟΦΙΝΟΣ
Transliteration A: kóphinos Transliteration B: kophinos Transliteration C: kofinos Beta Code: ko/finos

English (LSJ)

ὁ,

   A basket, acc. to AB102 less Att. than ἄρριχος, found in Ar.Av.1310, Fr.349, Pl.Com.41, X.Mem.3.8.6, IG22.1672.65, Thphr.Char.4.11, PPetr.3p.312 (iii B. C.); in later times used specially by Jews, Juv. 3.14, 6.542, cf. Ev.Matt.16.9.    II Boeotian measure, containing nine Attic choenices, i.e. about two gallons, κ. σίτου IG7.2712.65, cf. Stratt.13, Arist.HA629a13, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1497] ὁ, K orb; Ar. Av. 1310; Xen. Hem. 3, 8, 6; Sp.; die Atticisten verwerfen das Wort u. setzen dafür ἄῤῥιχος. – Bei den Böotern ein Maaß für trockene und flüssige Dinge, drei χόες haltend, Strattis bei Poll. 4, 169. – [Nonn. par. 6, 52 braucht ι auch lang.]

Greek (Liddell-Scott)

κόφῐνος: ὁ, «κοφίνι», κατὰ τοὺς Γραμμ. ἧττον Ἀττ. τοῦ ἄρριχος, ἀλλ’ εὕρηται ἐν Ἀριστοφ. Ὄρ. 1310, Ἀποσπ. 129, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 15, Στράττ. ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6· κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους ἐν χρήσει πρὸ πάντων παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, Ἰουβεν. 3. 14., 6. 542, Κ. Δ.· ἦτο δὲ ὡς φαίνεται μικρότερον τῆς σπυρίδος, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ις΄, 10, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 25. ΙΙ. Βοιωτικόν τι μέτρον περιέχον 9 Ἀττικὰς χοίνικας δηλ. σχεδὸν 10 λίτρας, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 46, Στράττ. ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 42, 4, Ἡσύχ. ῑ ἅπαξ παρὰ Νόνν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corbeille.
Étymologie: DELG mot techn. sans étym., pê emprunt.

English (Strong)

of uncertain derivation; a (small) basket: basket.

English (Thayer)

κοφινου, ὁ, a basket, wicker basket (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Basket): Aristophanes av. 1310; Xenophon, mem. 3,8, 6; others.)

Greek Monolingual

ο (Α κόφινος)
μεγάλο καλάθι, κοφίνιοὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ)
αρχ.
βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με τη σειρά της δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. cophinus) και μέσω αυτής και άλλες ρομανικές αλλά και γερμανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. couffin «ζεμπίλι», αγγλ. coffin «φέρετρο», μσν. άνω γερμ. Koffer «κιβώτιο»).
ΠΑΡ. κοφίνι(ον), κοφινώ
αρχ.
κοφινίς, κοφινώδης.
ΣΥΝΘ. κοφινοποιός.

Greek Monotonic

κόφῐνος: ὁ, κοφίνι, καλάθι, σε Αριστοφ., Ξεν.· μεταγεν. χρησιμοποιείται ιδίως για τον Ιησού, σε Καινή Διαθήκη· ήταν εμφανώς μικρότερο από το σπυρίς.

Russian (Dvoretsky)

κόφῐνος:
1) корзина, короб Arph., Xen., NT;
2) кофин (беотийская мера жидкостей и сыпучих тел, содержащая 3 χόες) Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόφινος -ου, ὁ mand.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: `big basket (Att., hell.; on the meaning Schulze BerlSb. 1905, 727f. = Kl. Schr. 498f.), also as measure of capacity = 9 Att. χοίνικες (Boeot. inscr.).
Derivatives: Diminut. κοφίνιον (pap.); κοφινώδης basket-like (sch.), -ηδόν `per basket (EM); κοφινόομαι `have a basket put over one's head (Nic. Dam.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical LW without etymology; suggestions in Bq. Lat. LW cophinus, from where Engl. coffin, MHG koffer. - Fur. compares κόφος prob. basket-load, and also κοψία χύτρα and κόψα ὑδρία; for the suffix s. 129 n. 54.