σιτηρός

From LSJ
Revision as of 14:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηρός Medium diacritics: σιτηρός Low diacritics: σιτηρός Capitals: ΣΙΤΗΡΟΣ
Transliteration A: sitērós Transliteration B: sitēros Transliteration C: sitiros Beta Code: sithro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A of corn, τὰ σ. γεύματα food made from corn, Hp. Acut.10; σ. μέτρα corn measures, Arist.EN1135a2; μέδιμνος σ. IG22.1013.27; σιτηρά, ἡ, tax on corn, ib.1707.6, BGU1742.16, 1743.13 (i B.C.).    II fit for food, eatable, Xenocr. ap. Orib.2.58.47.    III καρπὸς ὁ σ. cereals, Thphr.Vent.13; so τὰ σ.,= τὰ σιτώδη, opp. ζῷα, λάχανα, Id.HP1.10.7, 8.2.3, Dsc.3 Prooem.

German (Pape)

[Seite 885] 1) zum Getreide gehörig; μέτρα, Getreidemaaße, Arist. Eth. 5, 7; μέδιμνος, Inscr. 123; ἀγγεῖα, Getreidegefäße, Sp. – 2) zur Beköstigung, zum Proviant gehörig, eßbar, Sp. – 3) τὰ σιτηρά, die Getreidearten, die zum Getreide gerechneten Feldfrüchte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηρός: -ά, -όν, (σῖτος) ὁ ἐκ σίτου, τὰ σ. γεύματα, τροφὴ παρασκευαζομένη ἐκ σίτου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· - μέτρα σ., μέτρα διὰ τὸν σῖτον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 5· μέδιμνος σ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 27. ΙΙ. ὁ πρὸς τροφὴν κατάλληλος, ἐδώδιμος, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 41. ΙΙΙ. καρπὸς ὁ σ., σῖτος ἢ σιτηρὰ παντὸς εἴδους, γεννήματα, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· οὕτω, τὰ σιτηρὰ = τὰ σιτώδη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῷα, λάχανα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 7, Διοσκ. 3 ἐν προοιμ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de blé, qui concerne le blé.
Étymologie: σῖτος.

Greek Monolingual

-ά, -ό / σιτηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά
τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο αραβόσιτος κ.ά., καθώς και οι εδώδιμοι αμυλούχοι καρποί τών φυτών αυτών, αλλ. δημητριακά
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιτάρι
αρχ.
1. παρασκευασμένος από σιτάρι
2. εδώδιμος, φαγώσιμος
3. το θηλ. ως ουσ. σιτηρά
ο δασμός του σιταριού
4. φρ. «καρπὸςσιτηρός» — τα σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός)].

Greek Monotonic

σῑτηρός: -ά, -όν, αυτός που παρασκευάζεται από σιτηρά, δημητριακός, μέτρασιτηρά, μέτρα (σταθμά) για το ζύγισμα των σιτηρών, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηρός: хлебный, предназначенный для хлеба в зерне (μέτρα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτηρός -ά -όν [σῖτος] van graan, koren-:. μέτρα σιτηρά korenmaten Aristot. EN 1135a2.

Middle Liddell

σῑτηρός, ή, όν
of corn, μέτρα ς. corn-measures, Arist.