ἀνελεύθερος

From LSJ
Revision as of 16:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελεύθερος Medium diacritics: ἀνελεύθερος Low diacritics: ανελεύθερος Capitals: ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Transliteration A: aneleútheros Transliteration B: aneleutheros Transliteration C: aneleytheros Beta Code: a)neleu/qeros

English (LSJ)

ον,

   A not free, σῶμα, of a slave, Pherecr.8 D.; slavish, of a shameful death, A.Ag.1494 (lyr.); ἀτιμίαι Arist.Pol. 1336b12.    2 of actions, servile, mean, ἀ. εἶναι νομίζω κακηγορίας δικάζεσθαι Lys.10.2, cf. Pl.Tht.182c; ἀ. ἐργασίαι Arist.EN1121b33; παιδιαί Pol.1336a29.    3 esp. in money matters, niggardly, Ar.Pl. 591, Arist.EN1107b13, 1122a5, etc.    4 rude, unpolished, διάλεκτος Ar.Fr.685.    5 of animals, mean, treacherous, ζῷα ἀ. καὶ ἐπίβουλα, οἷον οἱ ὄφεις Arist.HA488b16.    II Adv. -ρως meanly, προσαιτεῖν X.Ap.9; ζῆν Alex.265.7.

German (Pape)

[Seite 222] unfrei, eines freien Mannes unwürdig, also unedel, knechtisch, κοίτη, der Sklavin Bett, Aesch. Ag. 1472; θάνατος 1502; vgl. Lys. 10, 2; Plat. vrbdt es mit ἀγεννής, Gorg. 465 b; mit δουλοπρεπής, 518 a; ταπεινός, Legg. VII, 791 d; Xen. Mem. 3, 10, 5; bes. kleinlich sparsam, schmutzig geizig, Ar. Plut. 591; mit φιλοχρήματος vrbdn Plat. Rep. V, 469 d; mit μικρολόγος Dem. 59, 36. Ausführlicher Arist. Eth. N. 2, 7 dem ἐλευθέριος entgegengesetzt, ὁ ἀν. ἐν μὲν λήψει ὑπερβάλλει, ἐν δὲ ἀνέσει ἐλλείπει; vgl. 4, 1. – Adv., Xen. Apol. 9; ζῆν Alex. Ath. II, 40 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελεύθερος: -α, -ον, οὐχὶ ἐλεύθερος, δουλικός, δουλοπρεπής, ἐπὶ αἰσχροῦ (ἐπονειδίστου) θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1494· ἀτιμίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 9. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀνελεύθερος, δουλικός, οὐτιδανός, χαμερπής, φαῦλος, Λυσ. 116. 22, Πλάτ.: οὕτως, ἀνελ. ἐργασίαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 40· παιδιαὶ Πολιτικ. 7. 17, 4. 3) ἰδίως ἐπὶ χρηματικῶν ὑποθέσεων, φειδωλός, φιλάργυρος, γλίσχρος, Ἀριστοφ. Πλ. 591, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 7., 4. 1, 37. 4) ἄγροικος, ἄξεστος, διάλεκτον ἔχοντα μέσην πόλεως οὔτ’ ἀστείαν ὑποθηλυτέραν οὔτ’ ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552. 5) ἐπὶ ζῴων, δόλιος, πανοῦργος, [ζῷα] ἀν. καὶ ἐπίβουλα, οἷον οἱ ὄφεις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρως, χαμερπῶς, δουλοπρεπῶς, προσαιτεῖν Ξεν. Ἀπολ. 9· ζῆν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indigne d’un homme libre :
1 bas, grossier ; τὸ ἀνελεύθερον bassesse de sentiments;
2 mesquin, sordide, avare.
Étymologie: ἀ, ἐλεύθερος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. impropio de un hombre libre, de conducta propia de un esclavo ἀνελευθέρους τε ζῶντας viviendo como esclavos Alex.265.7, de los que temen a los magistrados, X.Lac.8.2
vil, bajo, miserable ἡγοῦμαι ... τὸν δὲ μὴ φίλοσοφοῦντα ἀ. (εἶναι) Pl.Grg.485c, ἄγροικος καὶ ἀ. ... ἀνδραποδώδης τε Pl.Lg.880a
esclavo ἀ. πᾶς ὅστις εἰς δόξαν βλέπει Cleanth.Fr.Poet.5
del cuerpo de esclavo Pherecr.125B
del alma, la personalidad vil, bajo, servil ψυχή Pl.Lg.919d, ψυχῶν ἤθη Pl.Ep.334d, δειλῇ δὴ καὶ ἀ. φύσει Pl.R.486b, γένος Ph.1.499.
2 de actividades, situaciones, etc. propio de un esclavo πρᾶξαι οὐδὲν ἀνελεύθερον Pl.Ap.38e
innoble ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ' ἀνελεύθερον ¡ayme, ay! ¡innoble lecho este! A.A.1494, 1518, θάνατος A.A.1521
bajo, vil δουλοπρεπεῖς ... καὶ ἀ. (τέχνας) Pl.Grg.518a, cf. Ph.1.637 δυσμενεία Pl.Phdr.253b, ἐργασίαι Arist.EN 1121b33, cf. Pl.Grg.465b, τροφή Pl.Lg.644a, ἀτιμίαι Arist.Pol.1336b12, συνουσία X.Smp.8.23, διάλεκτος Ar.Fr.685, κακηγορία Lys.10.2, παιδιαί Arist.Pol.1336a29, κολακεία Ph.2.52, ἀνάμνησις Plu.2.686c.
II de pers. en cont. econ. ruin, tacaño, mezquino οἱ Μεγαρεῖς ἀ. καὶ μιχρολόγοι D.59.36, εἰ πλούσιος ὢν ἀ. ἐστι Ar.Pl.591, op. ἄσωτος Arist.EN 1107b13, τὸ ταπεινόν τε καὶ ἀ. X.Mem.3.10.5.
III de animales vil, traicionero (ζῷα) ἀ. καὶ ἐπίβουλα, οἷον οἱ ὄφεις Arist.HA 488b16.
IV adv. -ως como un esclavo, servilmente ζῆν X.Ap.9, Ph.1.389, cf. argumen.Men.DE en ZPE 6, p.6 (II d.C.), κολακεύειν Plb.28.4.9, ἀ. ἐκτὸς τῆς ἀληθείας ποιεῖν τι Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνελεύθερος, -ον)
ανάρμοστος σε ελεύθερο άνθρωπο, δουλικός
αρχ.
1. χαμερπής, φαύλος, ποταπός
2. φειδωλός, φιλάργυρος
3. αγροίκος, άξεστος
4. δόλιος, πανούργος.

Greek Monotonic

ἀνελεύθερος: -ον,
I. 1. μη κατάλληλος για ελεύθερο άνθρωπο, σε Αισχύλ., Αριστ.
2. ανελεύθερος, υπηρετικός, δουλοπρεπής, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. σχετικά με οικονομικά ζητήματα, φειδωλός, φιλάργυρος, σε Αριστοφ.
II. επίρρ. -ρως, άθλια, φτωχικά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνελεύθερος: 1) низменный, неблагородный, низкий (κοίτη Aesch.; διάλεκτος Arph.; ἄνθρωποι Lys., Plat.; ἔργον, ζῷα Arst.);
2) корыстолюбивый, скаредный, мелочно-жадный Arph., Arst.

Middle Liddell


I. not fit for a free man, Aesch., Arist.
2. illiberal, servile, Plat., etc.
3. in money matters, niggardly, stingy, Ar.
II. adv. -ρως, meanly, Xen.