καπυρός
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
English (LSJ)
ά, όν,
A dried by the air, κάρυα Epich.150; Χοιρίων σκέλη Antiph.185; ἄλφιτον κ. Arist.Pr.927a24, cf. Dieuch. ap. Orib.4.7.3; τυρός Test.Epict.5.36; Χαῖται (of thistle-down) Theoc.6.16. b brittle, ὀστέον Hp.VC19 (v.l. εὔπριστον); cj. in Thphr.HP3.13.4 and 7 (Comp.); crisp, crackly, Diocl.Fr.147. 2 Act., drying, parching, κ. νόσος, of love, Theoc.2.85. II of sound, crackly, καπυρὸν ψοφεῖν Gal.6.434: metaph., κ. γελάσας laughing loud, AP7.414 (Nossis), cf. Longus 2.5; κ. γέλως Alciphr.3.48; κ. στόμα clear-sounding, of Poets, Theoc.7.37; κ. συρίζειν to play clearly on the syrinx, Luc.DDeor. 22.3; καπυρώτεραι ᾠδαί rude songs, opp. ἐσπουδασμέναι, Ath.15.697b.
German (Pape)
[Seite 1324] (κάπω, καπύω, nach Eust. gar von καίω u. πῦρ), an der Luft getrocknet, trocken, dürr; ὡς ἀπ' ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται Theocr. 6, 16, nach dem Schol. αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου; καπυρὰ κάρυα Epicharm. bei Ath. II, 52 b; ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν Arist. probl. 21, 3; χοιρίων κρέα καπυρά Antiphan. bei Ath. III, 96 c; Sp.; übertr., νόσος, ausdörrende oder hitzige Krankheit, von der Liebe, Theocr. 2, 87; vom Tone, καπυρὸν στόμα Μοισᾶν ib. 7, 37, hell u. rein tönender Gesang; ὅσοις καπυρὸν τελέθει στόμα ἐκ Μοισᾶν Mosch. 3, 94; τὰς καπυρωτέρας ᾠδὰς ἀσπάζεται μᾶλλον τῶν ἐσπουδασμένων Ath. XV, 697 b, wo es mehr Scherzlieder im Ggstz zu den ernsten zu sein scheinen; μουσικός εἰμι καὶ συρίζω πάνυ καπυρόν Luc. D. D. 22, 3, ich blase hell u. rein die Syrinx; καπυρὸν γελάσας, hell auflachend, Nossis 12 (VII, 414), wie Long. 2, 5; καπυρὸς ἐξεχύθη γέλως Alciphr. 3, 48.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπῠρός: -ά, -όν, ἀπεξηράμμενος ὑπὸ τοῦ ἀέρος, ξηρός, κάρυα Ἐπιχ. 101 Ahr.· κρέα Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 2· ὁστέον, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. 911C· ἄλευρον καὶ ἄλφιτον κ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 3· ἐπὶ τοῦ πάππου τῆς ἀκάνθης, ὡς ἀπ’ ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται, «ὡς ἀπὸ τῆς κινάρας οἱ πάπποι. λέγονται δὲ οιμαι χαῖται διὰ τὸ κόμαις ἐοικέναι. καπυραὶ δὲ αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου» (Σχόλ.), Θεόκρ. 6. 16. 2) ἐνεργ., ὁ ξηραίνων, ἀποξηραίνων, κ. νόσος, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, ὁ αὐτ. 2. 85. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἤχου, καπυρὸν γελᾶν, γελᾶν μεγαλοφώνως, Ἀνθ. Π. 7. 414, Λόγγος 2. 5. κ. γέλως Ἀλκίφρων 3. 48: - οὕτω περὶ τῶν ποιητῶν λέγεται ὅτι ἔχουσι, καπυρὸν στόμα, στόμα ἢ ᾆσμα καλλίφωνον (πρβλ. κράμβος), Θεόκρ. 7. 37, Μόσχ. 3. 94· συρίζω πάνυ καπυρόν, πάνυ λιγοφώνως, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 3· - ᾠδαὶ κ., ᾠδαὶ ἀγροικικαὶ καὶ ἄσεμνοι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐσπουδασμέναι, Ἀθήν. 697Β: πρβλ. κράμβος, κρεμβαλέος. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς αἱ λέξ. καπύω, καπνός· πρβλ. αὖος ἐκ τοῦ ἄω, ἄημι).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
cuit au soleil ; fig. en parl. du son sec, au bruit clair et sec ; sonore, éclatant.
Étymologie: R. Κα, brûler, cf. καίω.
Greek Monolingual
καπυρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που έχει ξηρανθεί στον αέρα, στον ήλιο, στη φωτιά ή με κάπνισμα («ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.)
2. αυτός που υπερθερμαίνει και αποξηραίνει το σώμα, αυτός που στεγνώνει το κορμί («ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξελάπαξεν», Θεόκρ.)
3. (για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από πράγματα ξερά τα οποία συγκρούονται
4. (για γέλιο) δυνατός («καπυρὸς ἐξεχύθη γέλως», Αλκίφρ.)
5. καλλίφωνος («καπυρὸν στόμα», Θεόκρ.)
6. άσεμνος, χυδαίος («τὰς καπυρωτέρας ᾠδὰς ἀσπάζεται μᾱλλον τῶν ἐσπουδασμένων», Αθήν.)
7. εύθραυστος, εύθρυπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. καπ- (του καπ-νός) με παρέκταση -υ- και επίθημα -ρός. Κατ' άλλους, η λ. δεν συνδέεται με τον τ. καπνός και ερμηνεύεται εσφαλμένα από καταπυρός, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία)].
Greek Monotonic
κᾰπῠρός: -ά, -όν,
I. 1. αποξηραμένος από τον αέρα, ξηρός, σε Θεόκρ.
2. Ενεργ., αυτός που αποξηραίνει, στον ίδ.
II. μεταφ. λέγεται για ήχο, καπυρὸν γελᾶν, γελώ δυνατά, μεγαλοφώνως, σε Ανθ.· κ. στόμα, δυνατή, ξεκάθαρη φωνή (δηλ. καλλίφωνη), σε Θεόκρ., Μόσχ.· κ. συρίζειν, παίζω τον αυλό ώστε να βγάζει δυνατούς ήχους, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰπῠρός:
1) высушенный, сухой (χαῖται Theocr.; ἄλφιτον Arst.);
2) иссушающий, снедающий (νόσος Theocr.);
3) звонкий: καπυρὸν γελᾶν Anth. звонко смеяться;
4) сладкозвучный, певучий (στόμα Μοισᾶν Theocr.): συρίζειν καπυρόν Luc. хорошо играть на сиринге.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καπυρός -ά -όν [~ καπνός] droog:; ἀπ ’ ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται de droge bladeren van de acanthus Theocr. 6.16; uitbr. helder (van geluid):. Μοισᾶν καπυρὸν στόμα de heldere stem van de Muzen Theocr. 7.37; καπυρὸν συρίζειν helder op de syrinx blazen Luc. 79.2.3. verdrogend:. καπυρὰ νόσος een uitdrogende ziekte (liefde) Theocr. 2.85.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: dry, brittle, crackly, clear sounding (Hp., Epich., Antiph., Arist., Theoc.).
Derivatives: καπύρια, -ίδια pl. kind of cake (pap.); καπυρόομαι be dryed, singed, crackly (Str., Orib.), καπυρίζω make noise, drink with καπυριστής drinker (Str.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - From the υ-stam in *καπύω (κάπυς), so prop. giving smoke, burnt; on the meaning Legrand REGr. 20, 10ff., Bugiatzides Ἀθ. 26, 109ff. S. καπνός.
Middle Liddell
!κᾰπῠρός, ή, όν
I. dried by the air, dry, Theocr.
2. act. drying, parching, Theocr.
II. metaph. of sound, καπυρὸν γελᾶν to laugh loud, Anth.; κ. στόμα a loud, clear-sounding voice, Theocr., Mosch.; κ. συρίζειν to play clearly on the syrinx, Luc.