φλογερός

From LSJ
Revision as of 02:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογερός Medium diacritics: φλογερός Low diacritics: φλογερός Capitals: ΦΛΟΓΕΡΟΣ
Transliteration A: phlogerós Transliteration B: phlogeros Transliteration C: flogeros Beta Code: flogero/s

English (LSJ)

ά, όν, = foreg.,

   A blazing, flaming, fiery-red, σέλας E.Hel.1127 (lyr.); αἰθήρ Id.El.991 (anap.); ἀκτῖνες A.R.4.126: Comp. -ώτερον ἔγχος IG14.2012.20 (Sulp.Max.): metaph. of love, φ. πῦρ, ὀϊστός, AP5.238 (Paul.Sil.), 9.443 (Id.).

German (Pape)

[Seite 1292] = φλόγεος, brennend, leuchtend, feuerroth; σέλας Eur. Hel. 1136; αἰθήρ El. 991; ἄστρον Anacr. 59, 36.

Greek (Liddell-Scott)

φλογερός: -ά, -όν, (φλὸξ) ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπων φλόγας, πυρώδης, ἔχων χρῶμα φλογός, σέλας Εὐρ. Ἑλ. 1126· αἰθὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 991· ἀκτῖνες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 126· ― μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 239., 9. 443.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
enflammé, ardent, resplendissant.
Étymologie: φλόξ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φλογερός, -ά, -όν, ΝΑ
1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.)
2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς μένος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας, ερυθρός
2. αυτός που εκπέμπει λάμψη ή φως («φλογερὸν ἄστρον», Ανακρ.).
επίρρ...
φλογερώς και φλογερά Ν
1. με φλογερό τρόπο
2. μτφ. περιπαθώς, διακαώς («αγαπάει φλογερά τη μνηστή του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].

Greek Monotonic

φλογερός: -ά, -όν, αυτός που εκπέμπει φλόγες, φλογερός, κόκκινος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φλογερός: Anacr., Eur., Anth. = φλόγεος.

Middle Liddell

φλογερός, ή, όν φλόξ
flaming, fiery-red, Eur.