περικάμπτω

From LSJ
Revision as of 05:48, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

German (Pape)

[Seite 578] umbiegen, um Etwas herum, τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας, Luc. Philopatr. 19. Auch intrans., περικάμψαντες πάλιν, zurückgekehrt, Plat. Euthyd. 291 b.

Greek (Liddell-Scott)

περικάμπτω: κάμπτω πέριξ, ὁλόγυρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας ἐσκοπίαζον ὀξυδερκέστατα Ψευδο-Λουκ. Φιλόστρ. 19. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐλαύνω ὁλόγυρα (ἐξυπ. ἅρμα ἢ ἵππους), Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β· μετ’ αἰτ. τόπου, π. τοὺς ὄζους Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· π. τὴν πόλιν, τὸν Ἄθων Πλούτ. 2. 246Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 15· -ἀπολ., κάμψας διευθύνομαι, στρέφομαι, ἐπὶ τοὺς λιμένας Ἀππ. Καρχηδ. 95. 2) περιέρχομαι οὕτως ὥστε νὰ ἀποφύγω ἢ διαφύγω τι, τὴν τῶν κυάμων χώραν Διογ. Λ. 8. 40· ὁμιλίας Διόδ. 5. 59 (κοινῶς παρέκαμπτε) κακοπάθειαν οὐδεμίαν Συλλ. Ἐπιρρ. (Προσθῆκ.) 2374e. 24· ὀσμὰς Γαλην., κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 tr. courber autour : τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις LUC courber la main autour des paupières;
2 intr. faire tourner (des chevaux, un navire, etc.) autour ; tourner autour de : πόλιν PLUT faire le tour d’une ville.
Étymologie: περί, κάμπτω.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ολόγυρα, κάνω κάτι κυρτό γύρω γύρω
2. προσπερνώ, παρακάμπτω
αρχ.
1. διαγράφω πλήρη καμπή
2. λυγίζω κάτι γύρω ή πάνω από κάτι άλλο
3. κάνω στροφή και κατευθύνομαι κάπου
4. προχωρώ, βαδίζω έτσι ώστε να αποφύγω κάτι
5. (για άρμα, άλογο) περιφέρομαι, τρέχω ολόγυρα
6. παρέρχομαι, αποφεύγω.

Greek Monotonic

περικάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω ολόγυρα, παίρνω στροφή, οδηγώ ολόγυρα (ενν. ἅρμα ή ἵππους), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

περικάμπτω: сгибать вокруг (τοὺς ὄζους Arst.): π. τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις Luc. согнуть руку над веками, т. е. приставить к глазам согнутую ладонь; π. πόλιν Plut. обходить город; περικάμψαντες πάλιν Plat. обернувшись назад.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κάμπτω met acc. ombuigen, verbuigen. intrans. een bocht maken.

Middle Liddell

fut. ψω
to bend round: to drive round (sub. ἅρμα or ἵππουσ), Plat.