Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλείτης

From LSJ
Revision as of 05:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλείτης Medium diacritics: ἀλείτης Low diacritics: αλείτης Capitals: ΑΛΕΙΤΗΣ
Transliteration A: aleítēs Transliteration B: aleitēs Transliteration C: aleitis Beta Code: a)lei/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A sinner, of Paris and suitors of Penclope, Il.3.28, Od.20.121:—ἀλείτης τινός sinner against one, A.R.1.1338:—fem. ἀλεῖτις Hdn.Gr.2.67; cf. ἀλιταίνω, ἀλοιτός.

German (Pape)

[Seite 92] ὁ (ἀλιτεῖν), Frevler, Hom. zweimal, Iliad. 3, 28 Od. 20, 121 φάτο γὰρ τίσεσθαι (τίσασθαι) ἀλείτην (ἀλείτας); τινός Ap. Rh. 1, 1338.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλείτης: -ου, ὁ, (ἄλη) ὁ παραπλανῶν τινα ἢ παρεκβαίνων τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παραβάτης, ἁμαρτωλός, περὶ τοῦ Πάριδος καὶ τῶν μνηστήρων τῆς Πηνελόπης, Ἰλ. Γ. 28, Ὀδ. Υ. 121· - ἀλείτης τινός, ὁ εἴς τινα ἐξαμαρτάνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Λ. 1338: - πρβλ. ἀλιτρός, ἀλοίτης, ἀλοιτός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.

English (Autenrieth)

sinner, evil-doer, Il. 3.28, Od. 20.121.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: graf. ἀλίτ- Apollon.Lex.259, Orio 32, PMasp.97ue.77 (VI d.C.)

• Prosodia: [ᾰ-]
ofensor, el que agravia φάτο γὰρ τείσεσθαι ἀλείτην dijo que pagaría el ofensor, Il.3.28, cf. Od.20.121, Orio 32, Apollon.Lex.259, PMasp.l.c.
c. gen. ofensor ἐνηέος ἀνδρὸς ἀλείτην A.R.1.1338.

Greek Monolingual

ἀλείτης, ο (Α)
1. (για τον Πάρι και τους μνηστήρες της Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος
2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική οικογένεια, όπως το αρχ. γερμ. leid «μισητός, απεχθής», το νεώτερο γερμ. Leid «θλίψη, πόνος» και το αρχ. σκανδιναβ. [leidr «δυσάρεστος, μισητός» — το αρκτικό α- της λ. πιθ. να είναι προθετικό. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα (-οι-) της ρίζας της λ. ἀλείτης πρέπει να προέρχεται και το επίθ. του θανάτου ἀλοίτης «εγκληματικός», επομένως «σκληρός, απάνθρωπος». Με τη μηδενισμένη βαθμίδα (-ι-) της ίδιας ρίζας, εξάλλου, συνδέονται και οι αοριστικοί τ. ἤλιτεν, ἠλίτετο, που απαντούν στο έπος και στα χορικά του Αισχύλου, από όπου υποχωρητικά και ο ενεστωτικός τ. ἀλιταίνω «αμαρτάνω, αδικώ, βλάπτω». Τέλος, με την ίδια ρίζα πρέπει να συνδέονται και τα επίθ. ἀλιτήριος «ανόσιος, αμαρτωλός, ένοχος» και ἀλιτρός «αμαρτωλός, κακός, φαύλος». Η ρίζα ἀλίτ-, από την οποία ερμηνεύονται οι ρηματικοί τ., θεωρείται βάση ολόκληρης της ετυμολογικής αυτής ομάδας. Οι επιθετικοί τ. ἀλεί-της, ἀλι-τή-ριος (πρβλ. θελκ-τήριος, ἱκε-τήριος, λυ-τή-ριος), ἀλι-τρός (πρβλ. ἰα-τρός, δαιτρός) θεωρούνται μεταγενέστεροι σχηματισμοί].

Greek Monotonic

ἀλείτης: -ου, ὁ (ἀλέομαι), αυτός που ξεφεύγει, διαφεύγει της τιμωρίας, παραβάτης, αμαρτωλός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλείτης: ου (ᾰ) ὁ злодей, нечестивец, совратитель Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: sinner (Il.)
Compounds: From the stem of the aorist ἀλιτό-ξενος sinning against a guest (Pi.), with metrical lengthening e. g. ἠλιτό-μηνος missing the right month, i. e. untimely born (Il.). νηλείτιδες Od. to be read *νηλείτεες (Beekes, Lar. 108f, 289), cf. νηλείτης Antim. 177W; νηλείτης· ἀναμάρτητος LSJ Supp.; νηλιτέες· ἀναμάρτητοι, ἀναίτιοι, [ἄχρηστοι] H. with νη- < *n̥-h₂leit- (from *h₂leit-os n.?)
Derivatives: With ablaut: ἀλοίτης criminal (Emp.); ἀλοιταί κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί H. ἀλοιτήεσσαν κοινήν, ἄνανδρον EM. - With zero grade: aor. ἤλιτον, pres. (sec.) ἀλιταίνω, offend against, transgress (Hom.). From ἀλιτεῖν: ἀλιτήμων criminal but also cursed (Il.). Further ἀλιτρός sinner, rogue, also adj. (Hom.).
Origin: IE [Indo-European] [672] *h₂leit- sin?
Etymology: On the relation of the Greek forms s. Tichy, Glotta 55 (1977)160ff. The only cognate proposed is OHG leid, NHG Leid (*laiÞa-) injustice. The ablaut suggests an old IE form.

Middle Liddell

ἀλέομαι
one who flees from punishment, a culprit, a sinner, Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλείτης -ου, ὁ overtreder, misdadiger.