ὀγκώδης

From LSJ
Revision as of 12:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκώδης Medium diacritics: ὀγκώδης Low diacritics: ογκώδης Capitals: ΟΓΚΩΔΗΣ
Transliteration A: onkṓdēs Transliteration B: onkōdēs Transliteration C: ogkodis Beta Code: o)gkw/dhs

English (LSJ)

(A), ες, (ὄγκος B)

   A swelling, rounded, πλευρὰ ἡ . . πρὸς τὴν γαστέρα -εστέρα, of a horse, X.Eq.1.12 ; μέρος τι ὀ. (sc. τοῦ οἰσοφάγου) Arist.PA674b24.    2 bulky, σώματα ὀ., of birds, ib.694a11, cf. GA749b32 (Comp.).    II metaph., puffed up, Pl.Men.90a ; τὸ ἡρωικὸν . . ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων weightiest, Arist.Po.1459b35 ; ὀ. ποιήματα bombastic, Phld. Po.5.5 ; τὸ ὀ. turgidity, D.H.Din.7, Heraclid. Pont. ap. Ath.4.624d.
ὀγκ-ώδης (B), ες, (ὀγκάομαι)

   A given to braying, ονων -έστερος Ael.NA12.34.

German (Pape)

[Seite 291] ες, schwulstartig, dick; Xen. de re equ. 1, 12; Arist. H. A. 9, 45; οἱ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lycurg. 17; übertr., schwülstig, aufgeblasen, καὶ ἐπαχθής, Plat. Men. 90 a; vom Tanze, Ath. I, 20 d; καὶ γαῦρος, von der äolischen Harmonie, XIV, 624 d. – Ὅστις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ Ael. H. A. 12, 34 wird gew. auf ὀγκάομαι zurückgeführt, der am lautesten brüllt.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκώδης: -ες, (ὄγκος Β, εἶδος) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· μέρος τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) μέγας τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, αὐτόθι 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής, ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― τὸ ὀγκῶδες, ὁ κόμπος, στόμφος, Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες :
gros, fort;
Cp. ὀγκωδέστερος.
Étymologie: ὀγκόω, -ωδης.
2ης, ες :
qui brait avec force;
Cp. ὀγκωδέστερος.
Étymologie: ὀγκάομαι, -ωδης. {{grml |mltxt=(I)
-ες (ΑΜ ὀγκώδης, -ῶδες) [[όγκος (Ι)]
1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.)
2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.)
νεοελλ.
άκομψος, βαρύς, μπατάλικος, χοντροκομμένος
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλες διαστάσεις, μεγάλος
2. αυτός που κομπάζει, επηρμένος («οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής, ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς πολίτης», Πλάτ.)
3. αυτός που βαρύνει περισσότερο, ο πληρέστερος («τὸ ἡρωϊκόν... ὀγκωδέστερον τῶν μέτρων», Αριστοτ.)
4. (για όρχηση και για την αιολική αρμονία) μεγαλοπρεπής, εντυπωσιακός
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ογκώδες
ο στόμφος, το πομπώδες ύφος, η κομπορρημοσύνη·
(II)
ὀγκώδης, -ῶδες (Α) [[[ογκώμαι]]
αυτός που είναι επιρρεπής στο να ονκάται, να γκαρίζει («ὄνος ὀγκωδέστερος», Αιλ.). }}

Greek Monotonic

ὀγκώδης: -ες (ὄγκος Β, εἶδος
I. διογκωμένος, φουσκωμένος, σε Ξεν.
II. μεταφ., πομπώδης, αλαζόνας, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀγκώδης: 1) набухший, раздутый (πλευρά Xen.; μέρος τοῦ οἰσοφάγου Arst.);
2) крупный, полный или толстый (ὀ. καὶ πολύτροφος Plut.);
3) надутый, кичливый, чванный (ὀ. καὶ ἐπαχθής Plat.);
4) полный достоинства, величавый (τὸ μέτρον Arst.).

Middle Liddell

ὀγκ-ώδης, ες [ὄγκος2, εἶδος
I. swelling, rounded, Xen.
II. metaph. swollen, inflated, Plat.