κέλαδος

From LSJ
Revision as of 10:25, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέλᾰδος Medium diacritics: κέλαδος Low diacritics: κέλαδος Capitals: ΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: kélados Transliteration B: kelados Transliteration C: kelados Beta Code: ke/lados

English (LSJ)

ὁ, poet. word,

   A a noise as of rushing waters: generally, loud noise, din, clamour, θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν, of persons quarrelling, Il.9.547, cf. 18.530, Od.18.402; κ. Εὐίου E.Ba.578 (lyr.).    2 of musical sound, κ. λύρας Id.IT1129 (lyr.), cf. Cyc.489 (anap.).    II loud clear voice, as of an oracle, Pi.P.4.60; shout, cry, κ. οὐ παιώνιος A.Pers.605, cf. 388, Ch.341 (anap.), S.El.737, etc.    2 chirp of the τέττιξ, Ael.NA1.20; of the twittering of birds, κ. παντομιγής Lyr.Alex.Adesp.7.6.

German (Pape)

[Seite 1413] ὁ, Geschrei, Lärm, Getöse; ἀμφ' αὐτῷ θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν II. 9, 543; αὐτόματος, Klang, Pind. P. 4, 60; βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ κέλαδος οὐ παιώνιος Aesch. Pers. 597, vgl. Ch. 337; ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς πώλοις Soph. El. 727; ὁ κέλαδος Εὐΐου Eur. Bacch. 578, öfter; auch λύρας, I. T. 1129; μουσεῖος Ep. (IX, 372).

Greek (Liddell-Scott)

κέλαδος: ὁ, ποιητ. λέξις (πρβλ. κελαδέω), θύρυβος, οἷος ὁ τοῦ ὁρμητικῶς ῥέοντος ὕδατος, μέγας θόρυβος, κραυγή. θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν, ἐπὶ προσώπων ὁριζόντων, Ἰλ. Ι. 547, πρβλ. Σ. 530, καὶ μετατίθημι. ΙΙ. ἰσχυρὰ καὶ καθαρὰ φωνὴ ὡς ἡ τοῦ μαντείου. Πινδ. ΙΙ. 4. 107· κραυγή, βοή, κ. οὐ παιώνιος Αἰσχύλ. Πέρσ. 605, πρβλ. 388, Χο. 341, Σοφ. Ἠλ. 737, κτλ. ΙΙΙ. ὁ ἦχος τῆς μουσικῆς, κ. ἑπτατόνου λύρας Εὐριπ. Ι. Τ. 1129, Κύκλ. 487.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bruit retentissant, cri, clameur;
2 chant, accords, accents.
Étymologie: cf. κράζω.

English (Autenrieth)

clang, echo, clamor, of the hunt or the combat, and otherwise, Od. 18.402.

English (Slater)

κέλᾰδος
   1 clear sound νόμων ἀκούοντες θεόδματον κέλαδον fr. 35c. σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ utterance (P. 4.60)

Greek Monolingual

κέλαδος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν του νερού το οποίο κυλά ορμητικά
2. ήχος μουσικού οργάνου
3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος
4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή
5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών πουλιών
6. το τετέρισμα του τζίτζικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κέλα-δος εμφανίζει θ. κελα-, που συνδέεται πιθ. με το κελαρύζω ή με το καλώ, και επίθημα -δος, που απαντά και σε άλλες λ. με σημ. «θόρυβος» (πρβλ. όμα-δος, ροίβ-δος). Ο τ. ως β' συνθετικό απαντά μέχρι σήμερα στο Εγκέλαδος «ένας από τους Γίγαντες, η προσωποποίηση του σεισμού».
ΠΑΡ. κελαδώ
αρχ.
κελαδεινός, κελαδήτις.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. κελαδοδρόμος. (Β' συνθετικό) εγκέλαδος
αρχ.
ανακέλαδος, δυσκέλαδος, ευκέλαδος, κακοκέλαδος, καλλικέλαδος, πολεμοκέλαδος, πολυκέλαδος.

Greek Monotonic

κέλαδος: ὁ,
I. ήχος σαν από ορμητικά νερά· δυνατός ήχος, βοή, ουρλιαχτό, κραυγές, σε Ομήρ. Ιλ.
II. δυνατή καθαρή φωνή, κραυγή, ιαχή, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
III. ο ήχος της μουσικής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κέλαδος:
1) шум: (Ἄρτεμις) θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν Hom. Артемида разожгла шумный раздор;
2) звук, звучание, глас (κ. παιώνιος, κέλαδοι εὔφθογγοι Aesch.; ὀξύς Soph.; κ. ἑπτατόνου λύρας Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέλαδος -ου, ὁ geschreeuw, herrie:. ἡ δ ’ ἀμφ ’ αὐτῷ θῆκε πολὺν κέλαδον zij veroorzaakte rondom hem veel krijgsrumoer Il. 9. 547; βοᾷ τ ’ ἐν ὠσὶ κέλαδος in mijn oren klinkt geschreeuw Aeschl. Pers. 605; ὀξὺν δι ’ ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς πώλοις διώκει hij liet een scherp bevel tot de oren van zijn snelle paarden doordringen en ging hem achterna Soph. El. 737. helder stemgeluid, klank:; πόθεν ὁ κέλαδος ἀνά μ ’ ἐλάκεσεν Εὐίου; vanwaar roept de stem van Bacchus mij op? Eur. Ba. 578; lied:. κέλαδον μουσιζόμενος een lied zingend Eur. Cycl. 489.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: sound, noise, sharp sound (Il.; on the meaning and spread Trümpy Fachausdrücke 155).
Compounds: rarely in compp., e. g. κελαδο-δρόμος who runs in the noise (Orph.; of Artemis), δυσ-κέλαδος with terrible noise (Π 357); on Ἐγ-κέλαδος s. v.
Derivatives: κελαδεινός, Aeol. (Pi.) -εννός noisy, sounding (Il.; Chantraine Formation 195f.); κελαδῆτις id. (γλῶσσα, Pi. N. 4, 86; Fraenkel Nom. ag. 1, 164f., Redard 10); κελάδων, -οντος id. (Il.), also as river name (Η 133; s. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 236; 3, 162), rather sec. formation in -ντ- (cf. on ἱμάς) than from a denomin. *κελάδω (Schwyzer 723, Bechtel Lex. s. κέλαδος). Denomin. κελαδέω, aor. κελαδῆσαι sound, make noise also trans. sing of (Il.) with κελάδημα (E.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like ὅμαδος, χρόμαδος, ῥοῖβδος etc. (Schwyzer 508, Chantraine Formation 359f.). Not to καλέ-σαι, κλη-τός, which is from *kelh₁- and would end in . Zupitza KZ 36, 55 derives κέλα-δος from *keln̥- (cf. the nouns in -άδ-, Chantraine 349ff.). - One compares κελαρύζω.

Middle Liddell

κέλαδος, ὁ,
I. a noise as of rushing waters: a loud noise, din, clamour, Il.
II. a loud clear voice, a shout, cry, Aesch., Soph., etc.
III. the sound of music, Eur.