εὔβολος

From LSJ
Revision as of 12:26, 2 August 2019 by Spiros (talk | contribs)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔβολος Medium diacritics: εὔβολος Low diacritics: εύβολος Capitals: ΕΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: eúbolos Transliteration B: eubolos Transliteration C: eyvolos Beta Code: eu)/bolos

English (LSJ)

ον,

   A throwing luckily (with the dice), Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος Eub.58, cf. Poll.9.94, Suid. s.v. Μίδας: generally, lucky, ἄγρη Opp. H.3.71, Hld.5.18. Adv., ἦν γὰρ εὐβούλως ἔχων he was in luck, cj. Pors. for εὐβούλως, A.Ch.696: Comp., πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23.

German (Pape)

[Seite 1058] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94.

Greek (Liddell-Scott)

εὔβολος: -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων βόλος, εὐκόλως ἐπιτυγχάνον ῥίψιμον τοῦ κύβου, Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ Μίδας ἦν ὄνομα βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, Πολυδ. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. Μίδας: - καθόλου, εὐτυχής, ἐπιτυχής, «τυχηρός», ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο εὐτυχής, διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 (οὕτως ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui jette (les dés) adroitement;
2 qui réussit, heureux.
Étymologie: εὖ, βάλλω.

Greek Monolingual

εὔβολος, -ον (Α)
1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάριΜίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)
2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά
3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχοςεὔβολος ἄγρη», Οππ.).
επίρρ...
εὐβόλως
1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν ευτυχισμένος (Αισχύλ.)
2) αντί ευβούλως
3) ευστόχως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βολος (< βάλλω), πρβλ. αμφί-βολος].

Greek Monotonic

εὔβολος: -ον, αυτός που κερδίζει στο ρίξιμο του κύβου, του ζαριού, εύστοχος, επιτυχής· επίρρ., ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων, βρισκόταν σε ευτυχία, ήταν ευτυχισμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-βολος, ον
throwing luckily (with the dice): adv., ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων he was in luck, Aesch.