ἁλιεύω
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
(ἅλς)
A fish, Ev.Jo.21.3; to be a fisher, Plu. Ant.29; fish for, catch, σπάρους dub. l. in Epich.54; λίθους Luc.Pisc. 47: abs., Luc.Herm.65, etc.: metaph. of avenger, ἁλιεύειν τινάς LXX Je.16.16. II only Med. occurs in Att., Pl.Com.44; Ἁλιευομένη, title of play by Antiph.:—also later, Posidon.68.
German (Pape)
[Seite 96] fischen, Epicharm. bei Ath. VII, 319 f; Plut. Luc. Das med., welches Thom. Mag. allein billigt, Plat. com. bei Ath. VII, 328 f; cf. B. A. 383; D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιεύω: (ἅλς) ψαρεύω, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 3: εἶμαι ἁλιεύς, Πλουτ. Ἀντων. 29. Λουκ., κτλ.· ἁλ. τὴν θάλασσαν = ἐρευνῶ αὐτὴν ζητῶν ἰχθῦς, Βασίλ.: - μεταφ. ἐπὶ τιμωρῶν· ἁλιεύειν τινά, καταδιώκειν, τιμωρεῖν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιϛ, 16). ΙΙ. παρ’ Ἀττ. μόνον τὸ μέσον ἀπαντᾷ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Εὐρώπῃ» 2· «ἁλιευομένη» εἶναι ὄνομα δράματος τοῦ Ἀντιφ. πρβλ. Ἀθήν. 544C, Θωμ. Μ. 36.
French (Bailly abrégé)
pêcher, être pêcheur, faire le métier de pêcheur.
Étymologie: ἁλιεύς.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
pescar, estar de pesca gener. uso abs. κυνηγεῖν καὶ ἁλιεύειν Plu.2.965b, ἁλιεύων ποτε estando una vez de pesca Plu.Ant.29, ὑπάγω ἁλιεύειν Eu.Io.21.3, cf. D.S.2.59, Aesop.219.1, Gal.6.134, Luc.Herm.65, AP 12.42 (Dsc.), PFlor.275.24 (III d.C.)
•c. ac., cóm. τοὺς λίθους ἁλιεύσειν Luc.Pisc.47, en v. pas. ἐκ ποταμοῦ Λιβυκοῦ χρυσὸς ἁλιεύεται Ach.Tat.2.14.10
•frec. en v. med. mismo sent. ἁλιευόμενός ποτ' αὐτὸν εἷλον ἀνδράχνῃ estando una vez de pesca lo capturé entre las algas Plato Com.44, πλεῖν ... περὶ τὴν Μαυρουσίαν ἁλιευομένους Posidon.49.188, part. (οἱ) ἁλιευόμενοι pescadores Arist.HA 569b5, Ph.1.303
•ἡ Ἁλιευομένη La pescadora tít. de una comedia de Antífanes, Ath.586a
•contextualmente ser pescador, dedicarse o vivir de la pesca ζῶν τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς ἁλιευόμενος Phan.15, τὰ πλεῖστα ἡλιεύετο D.C.55.32.1, cf. IOrac.Dodon.83 (IV a.C.). • DMic.: a2-ri-e (?).
English (Strong)
from ἁλιεύς; to be a fisher, i.e. (by implication) to fish: go a-fishing.
Greek Monolingual
(Α ἁλιεύω)
1. είμαι αλιέας, ψαρεύω
2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα
νεοελλ.
1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω
2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες
αρχ.
1. το μεσ. ἁλιεύομαι στην αττική διάλεκτο αλλά και μεταγενέστερα αντί του ενεργ. ἁλιεύω
2. καταδιώκω, τιμωρώ
3. το θηλυκό της παθητικής μετοχής του ενεστώτος. Αλιευομένη, τίτλος έργου του Αντιφώντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλιεύς.
ΠΑΡ. ἁλίευμα, ἁλιευτής
νεοελλ.
αλίευση].
Greek Monotonic
ἁλιεύω: μέλ. -σω (ἅλς),
1. ψαρεύω, είμαι ψαράς, σε Πλούτ., Λουκ. κ.λπ.
2. ψαρεύω, πηγαίνω για ψάρεμα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἁλιεύω: рыбачить, ловить рыбу, заниматься рыболовством Plut., NT.
Middle Liddell
[ἅλς]
1. to be a fisher, Plut., Luc., etc.
2. to fish, go fishing, NTest.
Chinese
原文音譯:¡lieÚw 哈利由哦詞類次數:動詞(1)
原文字根:鹽
字義溯源:作漁夫,打魚;源自(ἁλιεύς)=船夫,漁夫),而 (ἁλιεύς)出自(ἅλς)*=鹽)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 打魚(1) 約21:3