πυλαῖος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
α, ον,
A at or before the gate, Ἑρμῆς Anon. ap. D.L.8.31, Sch. Il.2.842; Π. Ὀρθώσιος,= Janus Geminus, Gloss. (v. πυλεύς). 2 (Πύλαι) at Pylae, Δημήτηρ ἡ Πυλαίη Call.Epigr.40.
Greek (Liddell-Scott)
πυλαῖος: (οὐχὶ πύλαιος, Λοβεκ. Παραλ. 341), α, ον, ὁ κατὰ τὴν πύλην ἢ ἔμπροσθεν τῆς πύλης, Ἑρμῆς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 842· πρβλ. προπύλαιος. 2) (Πύλαι) ὁ ἐν Πύλαις, ἐν Θερμοπύλαις, Δημήτηρ ἡ Πυλαία Ἀνθ. Π. 13. 25.
Greek Monolingual
-α, -ο / πυλαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, θηλ. και ιων. τ. πυλαίη, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύλη
νεοελλ.
1. (για σχηματισμό ή παθολογική κατάσταση) αυτός που συνδέεται με τη μεγάλη φλέβα μέσω της οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τον στόμαχο, το έντερο, τη σπλήνα, τη χοληδόχο κύστη και το πάγκρεας ρέει προς το ήπαρ
2. φρ. α) «πυλαία φλέβα» — η μεγάλη φλέβα μέσω της οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τα παραπάνω όργανα ρέει προς το ήπαρ
β) «πυλαία υπέρταση» — η αυξημένη πίεση στην πυλαία φλέβα και στους κλάδους της, η οποία είναι αποτέλεσμα εμποδίων στη φλεβική ροή προς το ήπαρ
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στην πύλη ή μπροστά από την πύλη
2. αυτός που βρίσκεται στις Θερμοπύλες
3. το θηλ. προσωνυμία της Δήμητρος η οποία λατρευόταν στην Ανθήλη τών Θερμοπυλών
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυλαία, ιων. τ. πυλαίη
α) η σύνοδος του αμφικτιονικού συνεδρίου στο ιερό της Δήμητρος στην Ανθήλη τών Θερμοπυλών
β) το αμφικτιονικό συνέδριο
γ) το δικαίωμα συμμετοχής στο αμφικτιονικό συνέδριο με αντιπροσώπους
δ) ο τόπος όπου γινόταν η συγκέντρωση τών αμφικτιόνων
ε) συρροή πλήθους
στ) τόπος, πιθανώς στην Αρκαδία, ο οποίος θεωρούνταν ανεπιθύμητος για τη σπαρτιατική νεολαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη / πύλαι + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πυλαία με τις νεοελλ. του σημασίες «πυλαία φλέβα», «πυλαία υπέρταση» αποτελεί απόδοση τών αγγλ. portal vein και portal hypertension (< λατ. porta «πύλη»)].
Greek Monotonic
πυλαῖος: -α, -ον (Πύλαι), αυτός που βρίσκεται στις Πύλες, στις Θερμοπύλες, σε Ανθ.