ὄχθος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ὁ,
A eminence, bank, hill, first in h.Ap.17, Sapph.Supp.13.11, Pi.O.9.3, freq. in Hdt. (9.25, al.), A. (v. infr.), and E., as Ἄρειος ὄ. IT 961 of the Areopagus, cf. Hdt.8.52; of a barrow or mound, A.Pers. 647, 659 (both lyr.), Ch.4: rarely, like ὄχθη, of a river's bank, v. ὄχθη sub fin. (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ' Ἕβρον ποταμόν Ar.Av.774 need not be taken in this sense).—In A.Ch.954, dat. ὄχθει (as if from ὄχθος, εος, to/) is corrupt. II tubercle in leprosy, Aret.SD2.13, Ruf. ap. Orib.45.28.3. 2 tubercle on plants, Archig. ap. Gal.12.263, Man. 1.54.
German (Pape)
[Seite 430] ὁ, Erderhöhung, Hügel; H. h. Apoll. 17; Κρόνιος, Pind. Ol. 9, 3 N. 11, 25; ὑψηλός, Aesch. Pers. 459; Uferrand, Gestade, Ag. 1133; τύμβου ἐπ' ὄχθῳ, Ch. 4; Ar. Ran. 1170; auch ohne Zusatz für Grabhügel, Aesch. Pers. 639. 650; Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων, Soph. Phil. 719; Trach. 521; Ἰσμήνιον παρ' ὄχθον, Eur. Suppl. 655; Αἰτναῖος, Cycl. 114, öfter; in Prosa, ἱζόμενον ἐπὶ Διὸς Λυκαίου ὄχθον, Her. 4, 203, vgl. 8, 52. 9, 25; Sp., wie Pol. 18, 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχθος: ὁ ὕψωμα γῆς, ὄχθη, λόφος, κοινῶς «ὄχτος», πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 17, Πινδ. Ο. 9. 5, συχν. παρ’ Ἡροδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.· ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἡρόδ. 8. 52· ἐπὶ λόφου ἢ ὑψώματος ἐν γένει, Λατ. tumulus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 647, 659, Χο. 4· - σπανίως ὡς τὸ ὄχθη, ἐπὶ ὄχθης ποταμοῦ, ἴδε ὄχθη ἐν τέλ.· τὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 774 (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ’ Ἕβρον ποταμόν), οὐδεμία ἀνάγκη νὰ ἐκληφῇ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας. - ἐν Αἰσχύλ. Χο. 944 ἡ δοτ. ὄχθει (ὡς ἐξ ὀνομ. ὄχθος, -εος, τό) εἶναι παρεφθαρμένη, - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄχθος· κρημνός, πέτρα, τὸ ὑψηλὸν τοῦ ποταμοῦ ἢ τῆς γῆς ἢ τὸ ἀπόκρημνον στόμα τῆς θαλάσσης, κυρίως δὲ ποταμῶν», προσέτι: «ὄχθοι· αἱ τραχεῖαι... καὶ δύσβατοι τόποι. καὶ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν». ΙΙ. οἴδημα, σαρκῶδες ἔκφυμα ἐπὶ τοῦ σώματος, Μανέθων 1. 54.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 rive escarpée, bord élevé;
2 escarpement, colline, montagne ; particul. tombeau, tertre.
Étymologie: R. Ἐχ, tenir à, être adhérent, être saillant ; cf. ἔχω.
English (Slater)
ὄχθος
1 hill Κρόνιον παρ' ὄχθον (O. 9.3) “ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” to Cyrene (P. 9.55) παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (N. 11.25)
Greek Monotonic
ὄχθος: ὁ, μεταγεν. τύπος του ὄχθη, όχθη, χείλος, λόφος, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· γήλοφος, ανάχωμα, Λατ. tumulus, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὄχθος: ὁ
1) возвышенность, холм (ὑψηλός Aesch.);
2) высокий берег Arph.;
3) холм, курган (τύμβου Aesch.).
Middle Liddell
ὄχθος, ὁ, later form of ὄχθη
a bank, hill, Hhymn., Hdt., attic: a barrow or mound, Lat. tumulus, Aesch.