μεταλλαγή

From LSJ
Revision as of 19:17, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλᾰγή Medium diacritics: μεταλλαγή Low diacritics: μεταλλαγή Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: metallagḗ Transliteration B: metallagē Transliteration C: metallagi Beta Code: metallagh/

English (LSJ)

ἡ,

   A change, Epich.170.14, Hp.Aph.3.1 (pl.); ἡ μ. τῶν σκελέων alternation of the legs in walking, Id.Art.58; μ. τῆς ἡμέρης eclipse, Hdt.1.74; ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρός by receiving a crafty man forthy master instead [of me], S.Ph.1134; μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα Pl.Ti.61c.    2 c. gen. objecti, μ. πολέμου change from war, X.HG7.4.10, cf. E.HF765, 766 (lyr.); μ. τοῦ βίου, i. e. death, Phld. Acad.Ind.p.93 M., Plu.2.101f; μ. alone, decease, ἡ τοῦ Καρνεάδου μ. Phld. l. c., cf. D.S.18.9, D.C.57.4; βασιλέων μεταλλαγαί 'the Deaths of Kings', title of work by Anaximenes, Ath.12.531d; of Alexander the Great, Marm.Par.109.    3 change for the worse, ruin, εἰς μ. ἀγαγεῖν Men.Pk.29.    II exchange, interchange, τῶν ἐπιστημῶν Pl. Tht.199c.

German (Pape)

[Seite 148] ἡ, der Austausch, die Veränderung, συντυχίας, Eur. Herc. Fur. 766; bei Soph. Phil. 1119, ἄλλου δ' ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρὸς ἐρέσσει, heißt es »der Bogen befindet sich nach dem Wechsel des Herrn in des erfinderischen Mannes Besitz«; oft in Prosa; μ. ἡμέρας, von einer Sonnenfinsterniß, Her. 1, 74; Plat. Theaet. 199 c; κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα, Tim. 61 c; ὅτι ἡ ξυμμαχία οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ πολέμου μετ. εἴη, Xen. Hell. 7, 4, 10; – βίου, der Tod, Plut. cons. ad Apoll. i. A.; auch ohne βίου, D. Cass. 57, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλᾰγή: ἡ, ὡς τὸ μεταβολή, Ἐπίχ. 94. 14 Ahr., Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἡ μ. τῶν σκελέων, ἡ ἐναλλαγὴ τῶν σκελῶν κατὰ τὸ βάδισμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 824· μ. τῆς ἡμέρης, ἔκλειψις, Ἡρόδ. 1. 74· ἄλλου δ’ ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρὸς ἐρέσσει, περιῆλθες δὲ εἰς τὴν κυριότητα ἄλλου, πολυμηχάνου ἀνδρός, ὅστις σὲ χειρίζεται νῦν, Σοφ. Φιλ. 1134· μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 61C. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμ., μ. πολέμου, μεταβολὴ ἐκ τοῦ πολέμου, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 10, πρβλ. Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 765, 766· μ. τοῦ βίου, δηλ. ὁ θάνατος, Πλούτ. 2. 101F. ΙΙ. ἀνταλλαγή, ἐναλλαγή, Πλάτ. Θεαίτ. 199C.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 changement;
2 échange, remplacement d’une chose par une autre ; βίου PLUT remplacement de la vie, càd passage de la vie à la mort.
Étymologie: μεταλλάσσω.

Greek Monolingual

η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) μεταλλάσσω
αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. βιολ. μετάλλαξη
2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας»
(ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν μέσα στα κυκλώματα της βαθμίδας μίξης ενός ραδιοφωνικού δέκτη, κατά τις οποίες η συχνότητα που λαμβάνεται από την κεραία αναμιγνύεται με τη συχνότητα του τοπικού ταλαντωτή
μσν.-αρχ.
ανταλλαγή, εναλλαγή (α. «εἰ ἡ τῶν ἐπιστημῶν μεταλλαγή ψευδὴς γενήσεταί ποτε δόξα», Πλάτ.
β. «ἡ μεταλλαγὴ τῶν σκελέων» — η εναλλαγή τών σκελών κατά το βάδισμα, Ιπποκρ.)
αρχ.
φρ. α) «ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρός» — εις την κυριότητα πολυμηχάνου άνδρα, Σοφ.
β) «μεταλλαγὴ τῆς ἡμέρας» — η έκλειψη, Ηρόδ.)
γ) «μεταλλαγὴ τοῦ βίου» ή, απλώς, «μεταλλαγή» — ο θάνατος
δ) «Βασιλέων μεταλλαγαί» — τίτλος έργου του Αναξιμένους
ε) «μεταλλαγή πολέμου» — μεταβολή που επέρχεται εξαιτίας του πολέμου.

Greek Monotonic

μεταλλᾰγή: ἡ (μεταλλάσσω),·
1. αλλάζω, μεταλλαγὴ τῆς ἡμέρης, έκλειψη, σε Ηρόδ.· ἐν μεταλλαγῇ πολυμηχάνου ἀνδρός, με το να έχεις έναν πανούργο άνθρωπο για αφέντη σου, αντί (για μένα), σε Σοφ.
2. με γεν. αντικ., μεταλλαγὴ πολέμου, μια αλλαγή από το μέτωπο του πολέμου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλᾰγή: дор. μεταλλᾰγά ἡ
1) смена, перемена или переход (εἰς ἄλληλα Plat.): ἐν μεταλλαγῇ Soph. путем перемены, взамен; ὅτι ἡ ξυμμαχία οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ πολέμου μ. εἴη Xen. (коринфяне ответили), что такой союз был бы не миром, а новой войной;
2) подмена, смешение (τῶν ἐπιστημῶν Plat.);
3) прекращение, конец (δακρύων, συντυχίας Eur.): μ. τῇς ἡμέρης Her. солнечное затмение; μ. τοῦ βίου Plut. кончина, смерть.

Middle Liddell

μεταλλᾰγή, ἡ, μεταλλάσσω
1. change, μ. τῆς ἡμέρης an eclipse, Hdt.; ἐν μεταλλαγῇ πολυμηχάνου ἀνδρός by having a crafty man for thy master instead [of me], Soph.
2. c. gen. objecti, μ. πολέμου a change from war, Xen.