φίλτρον

From LSJ
Revision as of 23:42, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλτρον Medium diacritics: φίλτρον Low diacritics: φίλτρον Capitals: ΦΙΛΤΡΟΝ
Transliteration A: phíltron Transliteration B: philtron Transliteration C: filtron Beta Code: fi/ltron

English (LSJ)

τό, (φιλέω)

   A love-charm, whether a potion, or any other means, ἔστιν . . φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος E.Hipp.509, cf. Ph.1260, Andr.540 (anap.), Arist.MM1188b32, Theoc.2.1, Dsc.2.164, Alciphr. 1.37, etc.; οὐκ ἐπὶ θανάτῳ διδόναι [φάρμακον] ἀλλ' ἐπὶ φίλτροις Antipho 1.9: of the robe of Nessus by which Deïanira hoped to win back the love of Hercules, S.Tr.584, 1142.    2 generally, charm, spell, οἱ φ. ἐν θυμῷ ὕμνοι τίθεν Pi.P.3.64; φ. ἵππειον, of the bit, Id.O.13.68; φίλτρα τόλμης spells to produce boldness, of oracles, A.Ch.1029; δεινὸν τὸ τίκτειν καὶ φέρει φ. μέγα E.IA917, cf. Fr.103 (anap.), HF 1407; αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι . . φ. οὐ σμικρὸν φρενῶν Id.Tr.52; of ἀρεταί, Id.Andr.207; φίλτρα γάμου AP9.422 (Apollonid.); ἕν ἐστ' ἀληθὲς φ. εὐγνώμων τρόπος Men.646; εἰρήνης φ. a charm to promote peace (i.e. γεωργία), Plu.Num.16; [παῖδες] νήπιοι ψυχῆς εἰσιν ἰσχυρὰ φ. ἐξομηρεύσασθαι δυνάμενα στρατηγὸν πρὸς πατρίδα Onos.1.12.    3 love, affection, in pl., τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ E.Tr.859 (lyr.), cf. El. 1309 (anap.), AP7.623 (Aemil.): also in sg., τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φ. SIG876.7 (Smyrna, Epist.Severi et Caracallae); πᾶσι δὲ φ. κάλλιπεν AP15.45, cf. Ael.NA10.17, Opp.C.3.108, Lib.Or.3.22; τὸ πρὸς ἀμφοτέρους φ. Id.Ep.297.1.    II dimple in the upper lip, Bion 1.48, Ruf.Onom.39, Poll.2.90.    III = σταφυλῖνος, Eust.1163.9.

German (Pape)

[Seite 1289] τό, Liebesmittel, Liebeszauber, Liebestrank, jedes Mittel, Liebe zu erwecken, Zauber; Pind. Ol. 13, 65 P. 3, 69; vgl. bes. Theocr. 2, 1; ἔτι νήπια Antiphil. 2 (V, 111); Anreiz, Antrieb, τόλμης, zur Kühnheit, Aesch. Ch. 1025; τοιῷδε φίλτρῳ τὸν σὸν ἐκμῆναι πόθον Soph. Tr. 1132, vgl. 581; Eur. öfter; u. in Prosa, Xen. Mem. 2, 3,11. 14. 3, 11, 16; εἰρήνης, die Lockungen od. Reize des Friedens, Plut. Num. 16; δεύτερα φίλτρα γάμου, Reizung zur zweiten Ehe, Apollnds 19 (IX, 422). Auch im Allgem., Liebe, vgl. Eur. Troad. 859 u. s. Herm. Orph. p. 823, wie τὰ μητρὸς φίλτρα Aemilian. 1 (VII, 623).

Greek (Liddell-Scott)

φίλτρον: τό, (κυρίως φίλητρον, ἐκ τοῦ φιλέω), μέσον μαγικὸν ἢ φάρμακον διεγεῖρον τὸν ἔρωτα ἢ ἐπαναφέρον αὐτόν, (πρβλ. τὸ Σαιξπήρειον “medicines to make me love him”, Shaksp. Henr. IV, 2, 2), ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος Εὐρ. Ἱππόλ. 509, πρβλ. Φοιν. 1260, Ἀνδρ. 541, κλπ.· ἐπὶ φίλτροις, οὐκ ἐπὶ θανάτῳ δοῦναι φάρμακον Ἀντιφῶν 112. 26· ἐπὶ τοῦ χιτῶνος ὃν ἡ Δηϊάνειρα ἔβαψεν εἰς τὸ αἷμα τοῦ Νέσσου καὶ ἔπεμψεν εἰς τὸν Ἡρακλέα ὅπως ἀνακτήσηται τὴν ἀγάπην αὐτοῦ, φίλτροις δ’ ἐάν πως τήνδ’ ὑπερβαλώμεθα Σοφ. Τρ. 584, 1142· τὸ φυτὸν ἱππομανές, Αἰλ. π. Ζ. 14. 18, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 3. 281· ― τὰ φίλτρα συνεσκευάζοντο διὰ μαγικῶν τελετῶν, Θεόκρ. 2. 1 κἑξ.· ἐνίοτε ἦσαν θανατηφόρα, Ἀριστ. Ἠθ. Μεγ. 1. 16, 2, Ἀλκίφρ. 1. 37. 2) καθόλου θέλγητρονμέσον δι’ οὗ προσελκύει τις τὴν συμπάθειάν τινος ἢ ἐπιδρᾷ ἐπ’ αὐτόν, Πινδ. Π. 3. 112· ὅθεν ὁ χαλινὸς καλεῖται φ. ἵππειον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 95· οἱ Χρησμοὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καλοῦνται φίλτρα τόλμης, μέσα παράγοντα τόλμην, Αἰσχύλ. Χο. 1029· τὰ τέκνα λέγονται φίλτρον ἀγάπης τῶν γονέων, Εὐριπίδ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 917, Ἀποσπ. 104, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 1407· αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι... φ. οὐ σμικρὸν φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 52· ἐπὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 207· ἔν ἐστ’ ἀληθὲς φίλτρον, εὐγνώμων τρόπος Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100· φίλτρον εἰρήνης, μέσον παρέχον εἰρήνην, Πλουτ. Νουμ. 16· οὕτω, φίλτρα γάμου Ἀνθ. Παλατ. 9. 422· 3) ἐν τῷ πληθ., ἀγάπη, ἔρως, στοργή, τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ Εὐρ. Τρῳ. 859, πρβλ. Ἠλ. 1309, Αἰλ. π. Ζῴων 10. 17, Ἀνθ. Παλατ. 7. 623, Ἕρμανν. εἰς Ὀρφ. σ. 823. ΙΙ. ἡ ἐν τῷ ἄνω χείλει κοιλότης, ἡ ὑπὸ τὴν ῥῖνα (ἡ δὲ ἐν τῷ κάτω χείλει ἐκαλεῖτο τύποςνύμφη) Πολυδ. Β΄, 90. ΙΙΙ. ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ σταφυλίνου, Εὐστ. 1163, 10.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. moyen de se faire aimer, particul. philtre, breuvage, incantation, charme pour se faire aimer ; p. ext.
1 charme, attrait, séduction ; en gén. tout ce qui exerce une force d’attraction, tout ce qui éveille la sympathie : φίλτρον εἰρήνης PLUT charme pour faire aimer la paix en parl. de l’agriculture, etc. ; p. ext. tout ce qui exerce une action sur qqn ou sur qch : φίλτρον τόλμας ESCHL (oracle) qui inspire de l’audace;
2 amour, amitié, affection;
II. 1 fossette au-dessus de la lèvre supérieure;
2 panais sauvage, plante aphrodisiaque.
Étymologie: φιλέω.

English (Slater)

φίλτρον
   1 charmἄγε φίλτρον τόδ' ἵππειον δέκευ” (i. e. the bridle given by Athene to Bellerophon, cf. φάρμακον v. 85) (O. 13.68) καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (P. 3.64)

Spanish

filtro, hechizo amoroso

Greek Monotonic

φίλτρον: (κυρίως φίλητρον, από φιλέω), τό,
1. μέσο μαγικό (πρβλ. το «medicines to make me love him»του Σαίξπηρ),ἔστιν φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος, σε Ευρ.· λέγεται για το χιτώνα του Νέσσου με τον οποίο η Δηϊάνειρα ήλπιζε να κερδίσει πάλι την αγάπη του Ηρακλή, σε Σοφ.
2. γενικά, γοητεία, ξόρκι, ως μέσο κυριαρχίας ή επιρροής στους άλλους, απ' όπου ο χαλινός καλείται φίλτρον ἵππειον, σε Πίνδ.· οι χρησμοί του Απόλλωνα καλούνται φίλτρα τόλμης, μέσα που παράγουν τόλμη, σε Αισχύλ.· τα παιδιά είναι φίλτρον για την αγάπη των γονέων, σε Ευρ. κ.λπ.
3. σε πληθ., αγάπη, στοργή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

φίλτρον: τό φιλέω тж. pl.
1) любовный напиток, приворотное зелье Pind., Eur., Xen., Arst. etc.: τῷ φίλτρῳ ἐκμῆναι τὸν πόθον τινός Soph. колдовским зельем разбудить чью-л. страсть;
2) возбудитель, движущее начало (φίλτρα τῆς τόλμης Aesch.): φέρει φ. τὸ τίκτειν, ὥσθ᾽ ὑπερκάμνειν τέκνων Eur. материнство побуждает переносить страдания из-за детей;
3) очарование, восторг: φ. φρενῶν Eur. радость для души;
4) успокоительное средство: φ. ἵππειον Pind. средство унять (ретивого) коня, т. е. узда;
5) чары, привлекательность, прелесть (ἐνῆν τῇ κόρῃ πολλὰ φίλτρα Plut.): εἰρήνης φ. Plut. прелести мирной жизни;
6) только pl. любовь (τὰ θεῶν φίλτρα Eur.; τὰ μητρὸς φίλτρα Anth.): τῶν φίλτρων τινὸς στέρεσθαι Eur. быть лишенным чьей-л. любви;
7) бот. дикий пастернак (считавшийся афродисийским средством; ср. Φιλτραῖος).

Middle Liddell

properly φίλητρον, from φιλέω
1. a love-charm, (cf. Shakspeare's "medicines to make me love him"), ἐστὶν φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος Eur.; of the robe of Nessus by which Deianira hoped to win back the love of Hercules, Soph.
2. generally, a charm, spell, as a means of winning or influencing others, hence the bit is called φ. ἵππειον, Pind.; Apollo's oracles are φίλτρα τόλμης spells to produce boldness, Aesch.; children are a φίλτρον of love to their parents, Eur., etc.
3. in pl. love, affection, Eur.