αἴξ
English (LSJ)
αἰγός, ὁ, h(: dat. pl.
A αἴγεσιν Il.10.486, αἴγεσσιν Choerob. in Theod.323; also Boeot. ἤγυς, = αἴγοις, IG7.3171:—goat, mostly fem., μηκάδας αἶγας Od.9.124; λεύκας αἶγος Sapph.7(s.v.l.), cf. Ar.Nu.71, Pl.Lg.639a, etc., but masc. in Od.14.106,530; also τῶν αἰγῶν τῶν τραγῶν Hdt.3.112:—once in Trag., S.Fr.793 (anap.). 2 αἲξ ἄγριος wild goat, prob. ibex (cf. αἴγαγρος), ἰονθάς Od.14.50; ἴξαλος Il.4.105; αἶγες ὀρεσκῷοι Od.9.155; ἀγρότεραι 17.295:—proverbs, αἲξ οὐρανία in Com. as a source of mysterious and suspected wealth, in allusion to the horn of Amalthea, Cratin.244; οὐράνιον αἶγα πλουτοφόρον Com.Adesp.8; αἲξ τὴν μάχαιραν (sc. ηὗρε), of those who 'ask for trouble', Zen.1.27; αἲξ οὔπω τέτοκεν 'don't count your chickens before they are hatched', 1.42; αἲξ Σκυρία· ἐπὶ τῶν τὰς εὐεργεσίας ἀνατρεπόντων· ἀνατρέπει γὰρ τὸ ἀγγεῖον ἀμελχθεῖσα Diogenian.2.33; αἲξ ἐς θάλασσαν· ἀτενὲς ὁρᾷς, ἐπὶ τῶν φιληδούντων 3.8; κἂν αἲξ δάκἡ ἄνδρα πονηρόν 5.87; οὐ δύναμαι τὴν αἶγα φέρειν, ἐπί μοι θέτε τὸν βοῦν Plu.2.830a; ἐλεύθεραι αἶγες ἀρότρων· ἐπὶ τῶν βάρους τινὸς ἀπηλλαγμένων Zen.3.69; κατ' αἶγας ἀγρίας, = ἐς κόρακας, Hsch., Diogenian.5.49; νοῦσος, αἶγας ἐς ἀγριάδας τὴν ἀποπεμπόμεθα Call.Aet.3.1.13; αἰγῶν ὀνόματα, of worthless objects, Suid. 3 the star Capella, Arat. 157. II a water-bird, apparently of the goose kind, Arist.HA 593b23. III fiery meteor, Arist.Mete.341b3. IV in pl., waves, Artem.2.12. (Att. αἶξ, acc. to Hdn.Gr.1.937.)
Greek (Liddell-Scott)
αἴξ: αἰγός, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ αἴγεσιν, Ἰλ. Κ. 486. Αἴξ, γίδα, Λατ. caper, capra, παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ. ἀλλὰ ἀρσ. ἐν Ὀδ. Ξ. 106, 530· (πρβλ. τράγος)· ὁ μηκασμὸς αὐτῆς παρίσταται διὰ τῶν λέξεων μηκάομαι, μηκάς· τὸ μικρὸν λέγεται ἔριφος: ἀγέλαι αἰγῶν ἦσαν συνήθεις κατὰ τοὺς Ὁμηρ. χρόνους· πρβλ. αἰπόλιον, αἰπόλος· - ἅπαξ παρὰ Τραγ. Σοφ. Ἀποσπ. 962 (λυρ.). 2) αἴξ ἄγριος, ὁ αἴγαγρος· ἰονθάς (φέρων πώγωνα), Ὀδ. Ξ. 50 ἴξαλος (ἁλλόμενος, πηδῶν), Ἰλ. Δ. 105· φέρων κέρατα ἓξ σπιθαμῶν τὸ μῆκος, αὐτόθι 109· εἶναι ἀναμφιβόλως ὁ Λατ. καλούμενος ibex· τά: αἶγες ὀρεσκῷοι ἐν Ὀδ. Ι. 155· ἀγροτέραι ἐν Ρ. 294, καὶ ὁ αἴγαγρος, (ὃ ἴδε) δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς διάφορα εἴδη: παροιμ., αἴξ οὐρανία, παρὰ Κωμ. = πηγὴ μυστηριώδους καὶ ὑπόπτου πλούτου ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ κέρας τῆς Ἀμαλθείας, Κρατῖν. (Χείρωνες 21)· παρὰ Ζηνοβ. 1.26· οὐράνιον αἶγα πλουτοφόρον, Κωμ. Ἀνων. 281. 3) ὁ ὁμώνυμος Ἀστερισμός, Ἄρατ. 157. ΙΙ. πτηνὸν ὑδρόβιον, πιθαν. ἐκ τοῦ γένους τῶν χηνῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3. 16. ΙΙΙ. λαμπρὸν πυρῶδες μετέωρον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 6. IV. αἶγες = ὑψηλὰ κύματα, Ἀρτεμιδ. 2. 12, πρβλ. αἰγιαλός. (Ἐκ √ΑΙΓ πιθ. = ἄγι, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν Σανσκρ. aǵâ (ἀγγλ. goat, αἴξ) aǵas (ἔλαφος): ἡ ἐκ τοῦ ἀΐσσω παραγωγὴ πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθῇ, ἐπειδὴ ἡ ῥίζα τοῦ ῥήματος τούτου εἶνε αἰκ: ἴδε Κούρτ. ἀρ. 120).
French (Bailly abrégé)
αἰγός (ἡ) :
1 chèvre, animal;
2 αἱ αἶγες grosses vagues.
Étymologie: R. Ἀγ, mener, pousser.
English (Autenrieth)
αἰγός, dat. pl. αἴγεσιν: goat.
English (Slater)
αἴξ
1 she-goat Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
Greek Monotonic
αἴξ: αἰγός, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ. αἴγεσιν·
I. 1. γίδα, κατσίκα, Λατ. caper, capra, σε Όμηρ.
2. αἲξ ἄγριος, αγριοκάτσικο, αίγαγρος, ο Λατ. ibex, στον ίδ.
II. αἶγες, παλαιός τύπος που σημαίνει τα μεγάλα, υψηλά κύματα (πιθ. όχι από το ἀΐσσω, γιατί √ΑΙΚ αυτού του ρήματος).
Frisk Etymological English
αἰγός
Grammatical information: f.
Meaning: goat rarely m. he-goat (Il.). Also a waterbird (Janzén [s. below] 17), a meteor (Arist.) and a star (Aratos).
Dialectal forms: Myc. aikipta \/aigi-pa(s)tas\/ ? goatherd; aikipode, interpr. uncertain
Compounds: αἰπόλος goatherd < *αἰγ-πολος s. s.v. πέλω (cf. Meier-Brügger Gr. Sprachw. 1, 92). αἰγί-βοτος browsed by goats (Od.) Unclear αἰπόλος κάπηλος παρὰ Κυπρίοις H (see Leumann Hom. W. 271ff; to be rejected Latte's corr. ἀί- = ἀεί).
Derivatives: αἰγίς goatskin, q.v.;
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [13] *h₂eiǵ-
Etymology: The compounds in -ι- are unexplained (unclear Heubeck IF 69 (1963) 13-21); old is in any case the type αἰπόλος. αἴξ is cognate with Arm. ayc goat (i-stem); see Clackson 88-90, who reconstructs, with Meillet, *h₂eiǵ-ih₂. Zero grade is mostly supposed in Av. īzaēna- of leather, but it is not certain that it refers to the skin of a goat. If the connection is correct, the word would be IE; the word is often considered as an Anatolian loanword in both Greek and Armenian. - See A. Janzén Bock und Ziege (GHÅ 43 [1937 : 5]) 9ff.and EIEC s.v. - The gloss αἶγες τὰ κύματα, Δωριεῖς H. may be a metaphor, s. αἰγιαλός. In Greek geogr. names (Αἰγαί, Αἰγαῖος, Αἴγινα etc.) we may have not the word for goat, Sommer IF 55, 259f. (Pre-Greek), V. Burr Nostrum mare (Würzb. Stud. zur Altertumswiss.) Stuttgart 1932. Connection with *h₂eig- as to jump is rejected by Mayrhofer EWAia 1, 264 as éjati had a labio-velar (also it does not mean jump). Not to Skt. ajá- goat.
See also: Cf. αἴγιλος, αἰγίλωψ, δίζα.
Middle Liddell
I. a goat, Lat. caper, capra, Hom.
2. αἲξ ἄγριος the wild goat, the ibex, Hom.
II. αἶγες, old name for waves. [Prob. not from ἀΐσσω, of which the root is αικ.]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἴξ αἰγός, ὁ, ἡ, ep. dat. plur. αἴγεσιν, geit.
Frisk Etymology German
αἴξ: αἰγός
{aíks}
Grammar: f.
Meaning: Ziege selten m. Ziegenbock (seit Hom.). Auch übertragen als Name eines Wasservogels (dazu Janzén [s. u.] 17) und im Sinn von Meteor (Arist.).
Derivative: Ableitungen: αἴγειος, αἴγεος ‘zur Ziege gehörig, Ziegen-’ (Hom. usw., vgl. Chantraine Formation 50, Schwyzer 467f.), später auch αἴγινος und αἰγικός (Pap.).
Etymology : Außerdem αἰγίς Ziegenfell s. d., αἰγίδιον Demin. von αἴξ (Pherekr., Antiph. usw.). Vgl. noch αἴγιλος s. αἰγίλωψ. Eine Metapher liegt wahrscheinlich vor in αἶγες· τὰ κύματα. Δωριεῖς H., s. αἰγιαλός. Inwieweit das Wort für Ziege in griechischen Ortsnamen enthalten ist (Αἰγαί, Αἰγαῖος, Αἴγινα usw.), ist strittig; vgl., außer der Literatur zu αἰγιαλός, Sommer IF 55, 259f. (vorgriechisch), V. Burr Nostrum mare (Würzb. Stud. zur Altertumswiss.) Stuttgart 1932. αἴξ ist mit arm. ayc Ziege identisch. Es wird von Specht KZ 66, 13 (s. auch Die Ausbreitung der Indogermanen, 1944, 10f.) aus ungenügenden Gründen als gemeinsames Lehnwort der Indogermanen bei ihrem ersten Vorstoß auf die Balkanhalbinsel betrachtet. Als tiefstufige Form wird gewöhnlich aw. ī̆zaēna- aus Leder beurteilt. — Höchst unsichere, z. T. entschieden verfehlte weitere Kombinationen bei A. Janzén Bock und Ziege (GHÅ 43 [1937 : 5]) 9ff. Anfechtbar auch Meillet Rev. d. ét. slav. 5, 9. Zu den vielen Namen der Ziege im Idg. s. Lidén Armen. Studien 13f. Zum a-haltigen Vokalismus Specht Ursprung 204 A. 1, Kuhn KZ 71, 145f.
Page 1,41-42
Chinese
原文音譯:œrifoj 誒里賀士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:小山羊
字義溯源:小山羊*,山羊,山羊羔;可能出自(ἔριον)=羊毛*)
同源字:1) (ἐρίφιον)山羊羔 2) (αἴξ / ἔριφος)小山羊
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 一隻山羊羔(1) 路15:29;
2) 山羊(1) 太25:32