θολερός
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ά, όν, (θολός)
A muddy, foul, turbid, opp. καθαρός or λαμπρός, prop. of troubled water, Hdt.4.53, Hp.Aër.8, Th.2.102; θ. καὶ πηλώδης Pl.Phd.113b: metaph., λαμπρὸν δὲ θολερῷ δῶμα συμμείξας E. Supp.222; θ. οὖρα Hp.Epid.1.7; ἀήρ Pl.Ti.58d (Sup. -ώτατος) ; αἷμα Arist.Somn.Vig.458a14 (Sup.); χυμοί Thphr.CP6.3.4 (Comp.); νεφέλαι AP9.277 (Antiphil.): χρώς Ael.NA14.9; πλίνθος Theoc.16.62; δύσμορφον ἡ ὗς καὶ θολερόν Plu.2.670a. 2 θ. πνεῦμα dub. l. in Hp. Prorrh.1.39 (v. θαλερός). II metaph., troubled by passion or madness, θολεροὶ λόγοι troubled words of passion (compared to a torrent), A.Pr.885 (anap.); θολερῷ χειμῶνι νοσήσας with turbid storm of madness, S.Aj.206 (anap.); θολερῷ κυνόδοντι with passionate tooth, Nic.Th.130 codd. (θαλερῷ cj. Schneider). Adv. -ρῶς dub. in Com.Adesp.865.
German (Pape)
[Seite 1214] (θολός), kothig, schlammig, schmutzig; zunächst von verunreinigtem, trübem Wasser, τὸ ῥεῦμα, Thuc. 2, 102; θολ. καὶ πηλώδης ποταμός Plat. Phaed. 113 a; ὕδατος θολερὰν καὶ βαθεῖαν ἀνάπνευσιν Tim. 92; τὸ θολερόν, dem καθαρὸν ὕδωρ entggstzt, Ath. VII, 298 b. Auch θολερώτατος ἀήρ, trübe, neblig, Plat. Tim. 58 d, wie νεφέλαι Antiphil. 31 (IX, 277); οὖρον Hippocr. Uebh. unrein, schmutzig, προσώπου χρῶτα Ael. H. A. 14, 9; sprichwörtl. ὕδατι νίζεινθολερὰν πλίνθον Theocr. 16, 62; τὸ θολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ θρέμματος, die Unreinlichkeit, Plut. Symp. 4, 5, 2. – Uebtr., λαμπρὸν δὲ θολερῷ δῶμα συμμίξας τὸ σὸν ἥλκωσας οἴκους Eur. Suppl. 222; beunruhigt, verwirrt, λόγοι, durch Leidenschaft getrübte, verwirrte Reden, Aesch. Prom. 887; Αἴας θολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας Soph. Ai. 205, in Sinnesverwirrung erkrankt.
Greek (Liddell-Scott)
θολερός: -ά, -όν, (θολός) πλήρης ἰλύος, λασπώδης, πυκνός, τεταραγμένος, ἀντίθετον τῷ καθαρὸς ἢ λαμπρός, κυρίως ἐπὶ τεταραγμένου ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 53, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, Θουκ. 2. 102· θ. καὶ πηλώδης Πλάτ. Φαίδ. 113Α· οὕτω, μεταφ., λαμπρὸν δὲ θολερῷ σῶμα συμμίξας Εὐρ. Ἱκέτ. 222· ὡσαύτως, θολ. αὕρα Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 945· ἀὴρ Πλάτ. Τιμ. 58D ἐν τῷ Ὑπερθ. -ώτατος)· αἷμα Ἀριστ. π. Ὕπν. 3. 27· νεφέλαι Ἀνθ. ΙΙ. 9. 277· χρὼς Αἰλ. π. Ζ. 14. 9· λίθος Θεόκρ. 16. 62· Συγκρ. -ώτερος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 4· - τὸ θολερόν, θολερότης, Πλούτ. 2. 670Α. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. turbidus, τεταραγμένος ἕνεκα πάθους ἢ μανίας, συγκεχυμένος, θολεροὶ λόγοι, τεταραγμένοι λόγοι πάθους, ὀργῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 885· θολερῷ χειμῶνι νοσήσας, μὲ τεταραγμένην θύελλαν μανίας, Σοφ. Αἴ. 206· ὀργίλος, ἐξωργισμένος, Νικ. Θηρ. 131. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κωμ. Ἀνών. 131b.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 bourbeux ; trouble;
2 p. ext. sale;
3 fig. troublé, égaré (par la passion ou la folie).
Étymologie: θολός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θολερός, -ά, -όν) θολός
νεοελλ.
1. θολός, ημιδιαφανής, θαμπός
2. σκιερός
3. (εντομ.) το θηλ. ως ουσ. η θολερά
γένος λεπιδόπτερων εντόμων
αρχ.
1. (για υγρά και για ταραγμένο νερό) α) λασπώδης, βορβορώδης, ταραγμένος
β) σκοτεινός, ομιχλώδης, αδιαφανής
γ) ακάθαρτος, ρυπαρός
2. μτφ. ταραγμένος από πάθος ή μανία, συγκεχυμένος («θολεροὶ λόγοι», Σοφ).
3. εξοργισμένος, οργίλος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θολερόν
η θολερότητα.
επίρρ...
θολερώς και θολερά (Α θολερῶς)
με θολερό τρόπο, σκοτεινά, θαμπά.
Greek Monotonic
θολερός: -ά, -όν (θολός),
I. λασπώδης, θαμπός, μουντζουρωμένος, ταραγμένος, θολός, Λατ. turbidus, κυρίως λέγεται για το νερό, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.
II. μεταφ., θολωμένος εξαιτίας του πάθους ή της τρέλας, θολεροὶ λόγοι, σε Αισχύλ.· θολερῷ χειμῶνι, με θολωμένη θύελλα από μανία, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θολερός:
1) мутный, илистый, непрозрачный (ῥεῦμα Thuc., Plut.; ποταμός Her., Plat.; ὕδωρ Plat., Arst.): ὕδατι νίζειν θολερὰν διαειδέϊ πλίνθον погов. Theocr. прозрачной водой мыть непрозрачный кирпич, т. е. трудиться без пользы (ср. лат. lavare laterem);
2) туманный, мглистый (ἀήρ Plat., Plut.);
3) темный, мрачный, густой (νεφέλαι Anth.);
4) грязный, нечистоплотный (ὗς Plut.);
5) перен. нечистый, порочный (δῶμα Eur.);
6) спутанный, взволнованный, сбивчивый (λόγοι Aesch.; λογισμός Plut.): θ. χειμών Soph. спутанность мыслей, умопомешательство.
Middle Liddell
θολερός, ή, όν θολός
I. muddy, foul, thick, troubled, Lat. turbidus, properly of water, Hdt., Thuc., etc.
II. metaph. troubled by passion or madness, θολεροὶ λόγοι Aesch.; θολερῷ χειμῶνι with turbid storm of madness, Soph.