ὑπωρόφιος
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
ον, also a, ον Pi.P.1.97, AP7.424 (Antip.Sid.): (ὄροφος):—
A under the roof, dwelling under it, under cover, in a house, Il.9.640; τόξα . . νηῷ κεῖται ὑπωρόφια Simon.143; φόρμιγγες ὑ. the harps sounding in the hall, Pi.P.1.97; parodied, ὑ. φάλαγγες (spiders) Ar.Ra.1313 (lyr.); ὑ. δόμοι, = ὑπερῷα, Mosch.2.6. 2 ὑπωροφία (sc. χώρα), ἡ, the woodwork of a tiled roof, IG11(2).161A51 (Delos, iii B. C.); Dor. ὑπωρυφία ib.42(1).102.42 (Epid., iv B. C.); the space under the roof or canopy, D.S.18.26; καπνώδεις ὑ. App.BC4.13.
German (Pape)
[Seite 1242] bei Pind. auch 3 Endgn, unter dem Dache befindlich, im Hause, Il. 9, 640; φόρμιγγες Pind. P. 1, 97; auch im obersten Stocke, unter dem Dache, φάλαγγες Ar. Ran. 1309; γυναῖκες Antp. Sid. 87 (VII, 424), wie παρθένος Ap. Rh. 4, 168; – ἡ ὑπωροφία, sc. χώρα, der Rauchfang, D. Sic. 18, 26; vgl. App. B. C. 4, 13; – auch wie ὑπερῷον, die Wohnung im obern Stockwerke.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπωρόφιος: -ον, καὶ α, ον, Πινδ. Π. 1. 188· (ὄροφος)· ― ὁ ὑπὸ τὴν ὀροφήν, ὑπὸ στέγην, ἐντὸς οἰκίας, Ἰλ. Ι. 640· τόξα. νηῷ Ἀθηναίης κεῖται ὑπωρόφια Σιμωνίδης 143 (200)· φόρμιγγες ὑπ., αἱ ἐν τῇ αἰθούσῃ ἠχοῦσαι κιθάραι, Πινδ. Π. 1· 1. 189· ὑπωρ. φάλαγγες (ἀράχναι), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1314· ὑπωρ. δόμοι = ὑπερῷα, Μόσχ. 2. 6. 2) ὑπωροφία (ἐξυπακ. χώρα), ἡ, τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὴν ὀροφὴν ἢ τὴν σκιάδα, Διοσκ. 18. 26· καπνώδεις ὑπ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 13.
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. α, ον :
1 situé sous le toit, qui vit sous les toits;
2 qui vit sous un toit, dans une maison, qui se renferme dans la maison.
Étymologie: ὑπό, ὄροφος.
English (Autenrieth)
(ὀροφή): under the same roof, i. e. table-companions, pl., Il. 9.640†.
English (Slater)
ὑπωρόφιος
1 under the roof οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι δέκονται (P. 1.97)
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπωρόφιος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και ύπωροφία και ύπωρυφία Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από την οροφή, κάτω από την στέγη
νεοελλ.
φρ. «υπωρόφιο δωμάτιο» — σοφίτα
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σπίτι
2. αυτός που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο οικοδομήματος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπωροφία και ὑπωρυφία
η ξύλινη επένδυση μιας επιστρωμένης με κεραμίδια οροφής
4. φρ. «ὑπωρόφιοι φόρμιγγες» — φόρμιγγες που ηχούν μέσα στην αίθουσα (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. ὑπερ-ωρόφιος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὑπωρόφιος: -ον και -α, -ον (ὄροφος), αυτός που βρίσκεται κάτω από οροφή, μέσα σε σπίτι, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπωρόφιος: и 3 и ὑπώροφος 2
1) находящийся под крышей, верхний (μέλαθρα Eur.): ὑπώροφα οἰκία πλάσσειν Anth. вить гнездо под самой крышей;
2) находящийся в доме (γυναῖκες Anth.): ὑπωρόφιοι δέ τοί εἰμεν Hom. мы в твоем доме; ὑπώροφος βοά Eur. доносящийся из дома голос (по по друг. - приглушенный, ср. ὑπόροφος).
Middle Liddell
ὑπ-ωρόφιος, ον, ὄροφος
under the roof, in the house, Il., Pind., Ar.