ὑπεράνω

From LSJ
Revision as of 15:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράνω Medium diacritics: ὑπεράνω Low diacritics: υπεράνω Capitals: ΥΠΕΡΑΝΩ
Transliteration A: hyperánō Transliteration B: hyperanō Transliteration C: yperano Beta Code: u(pera/nw

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A above, opp. ὑποκάτω, SIG588.31 (Milet., ii B. C.); οἰκεῖν Luc.DDeor.4.2, etc.; above the horizon, Euc.Phaen.p.8 M.: mostly c. gen., ὑ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλέψ] Arist.HA 513b32, cf. PSI6.631.6 (iii B. C.), LXX Ez.43.15, al.; ὑ. γίγνεσθαί τινος to get the upper hand of, Telesp.44 H., Plu.2.10b, Phld.Mort.34; ὑ. τεθεῖσθαι πάντων Id.Piet.102; ποιεῖν or ποιεῖσθαί τινα or τι ὑ. τινός, Plu.2.98e, 6b; πάντων ὑ. ποιεῖν act more nobly than all others, D.L. 7.128.    2 οἱ ὑ. πλεονασμοί excessive repetitions, Plb.12.24.1; but μίαν ὑ. ποιότητα one supreme quality, Meno Iatr.14.18.    3 of time, further back, ἐκ τῶν ὑ. χρόνων SIG742.58 (Ephesus, i B. C.).    4 above, in a document, [ψηφίσματα] ὑ. γεγραμμένα ib.591.2 (Lampsacus, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1191] oben darüber; ὑπεράνω γίγνεσθαι, die Oberhand gewinnen, Sp., wie Luc. Demon. 3 u. S. Emp.; οἱ ὑπεράνω πλεονασμοί, übertrieben, Pol. 12, 24, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράνω: [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν ὑπεράνω λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ ἔλαιον ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, νικᾶν τι, τῆς ὀργῆς ὑπεράνω γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς αὐτόθι 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) αὐτάρκης ἐστὶν ἡ μεγαλοψυχία πρὸς τὸ πάντων ὑπεράνω ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait au-dessus : ὑπεράνω γίγνεσθαι PLUT l’emporter sur, triompher de, gén. ; ποιεῖν ou ποιεῖσθαί τινα ὑπεράνω τινός PLUT mettre une personne fort au-dessus d’une autre.
Étymologie: ὑπέρ, ἄνω².

English (Strong)

from ὑπέρ and ἄνω; above upward, i.e. greatly higher (in place or rank): far above, over.

English (Thayer)

(ὑπέρ and ἄνω), adverb, above: τίνος (cf. Winer's Grammar, § 54,6), above a thing — of place, Sept.; (Aristotle), Polybius, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others (Winer s Grammar, § 50,7 Note 1; Buttmann, § 146,4).)

Greek Monolingual

ὑπεράνω ΝΜΑ
επίρρ.
1. (με γεν.) πάνω από κάτι, υψηλότερα από κάτι (α. «υπεράνω της στέγης του ναού» β. «ὑπεράνω τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ φλέψ», Αριστοτ.)
2. μτφ. παραπάνω, σε μεγαλύτερη υπόληψη (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του υπεράνω του συμφέροντός του» β. «ποιεῑν τι ἤ τινα ὑπεράνω τινός»)
αρχ.
1. μτφ. παλαιότερα, πολύ παλιά («ἐκ τῶν ὑπεράνω χρόνων», επιγρ.)
2. (σχετικά με κείμενο) ανωτέρω, παραπάνω («ψηφίσματα ὑπεράνω γεγραμμένα», επιγρ.)
3. φρ. α) «ὑπεράνω γίγνομαί τινος» — αποκτώ πλεονεκτική θέση, υπερτερώ, υπερνικώ (Τελ.)
β) «oἱ ὑπεράνω πλεονασμοί» — υπερβολικές, πάρα πολλές επαναλήψεις (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄνω].

Greek Monotonic

ὑπεράνω: [ᾰ], επίρρ., επάνω από, πάνω από, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράνω:
I (ᾰ) adv.
1) чрезвычайно высоко (οἰκεῖν Luc.): ὑ. γίγνεσθαί τινος Plut. овладевать чем-л.;
2) чрезмерно, преувеличенно: οἱ ὑ. πλεονασμοί Polyb. неумеренные преувеличения или повторения.
II praep. cum gen. выше (τινός Arst., NT): ποιεῖσθαι или ποιεῖν τι ὑ. τινός Plut. ставить что-л. выше чего-л.

Middle Liddell

over, above, Luc.

Chinese

原文音譯:Øper£nw 虛胚而-安哦
詞類次數:介,副(3)
原文字根:超過-上
字義溯源:遠超⋯之上,遠超過,上有,上面;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面)組成,而 (ἄνω / ἀνεγκλησία)出自(ἀντί)*=相對)
出現次數:總共(3);弗(2);來(1)
譯字彙編
1) 上有(1) 來9:5;
2) 遠超(1) 弗4:10;
3) 遠超過(1) 弗1:21