ἐπικρατής

From LSJ
Revision as of 19:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρᾰτής Medium diacritics: ἐπικρατής Low diacritics: επικρατής Capitals: ΕΠΙΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: epikratḗs Transliteration B: epikratēs Transliteration C: epikratis Beta Code: e)pikrath/s

English (LSJ)

ές,    A master of a thing: only Comp. -έστερος, τῇ μάχῃ superior in... Th.6.88; -έστερός τινος γενόμενος having the upper hand of . ., D.C.55.30; τὸ -έστερον φέρειν Memn.34.3; κατὰ τὸ -έστερον with success, D.S.37.2.—Hom. only in Adv. -τέως with overwhelming might, impetuously, Il.16.67,81,23.863 (never in Od.); so Hes.Sc.321, A.R.1.367, etc.

German (Pape)

[Seite 953] ές, Etwas in seiner Gewalt habend, mächtig, siegreich, nur im compar., ἐπικρατέστεροι τῇ μάχῃ ἐγένοντο Thuc. 6, 88; Sp., wie D. Cass. ὅσα τῆς βουλῆς ἐπικρατέστεροι ἦσαν 36, 26; διεπολέμησαν κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον D. Sic., siegreich. – Adv. ἐπικρατέως, z. B. ἔμπεσ' ἐπικρ., mit Uebermacht, gewaltsam, ungestüm, Il. 16, 81. 23, 863; πάλλεν Hes. Sc. 521; sp. D., wie Ap. Rh.1, 367.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρᾰτής: -ές, ὁ ἐπικρατῶν εἴς τι, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ., ἐπικρατέστερος τῇ μάχῃ, ὑπέρτερος ἐν..., Θουκ. 6. 88˙ ἐπικρατέστερός τινος Δίων Κ. 55. 30, πρβλ. Μέμνονα 29˙ κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον, μετ’ ἐπιτυχίας, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 539. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. -τέως, ἰσχυρῶς, νέφος ἀμφιβέβηκε νηυσὶν ἐπικρατέως Ἰλ. Π. 67˙ ἔμπεσ’ ἐπικρατέως, ἐπέπεσε μεθ’ ὁρμῆς, ἰσχυρῶς, αὐτόθι 81˙ αὐτίκα δ’ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως Ψ. 863 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)˙ οὕτως Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 321, 419, 461, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 367, κλ.

French (Bailly abrégé)

seul. Cp. ἐπικρατέστερος;
qui l’emporte.
Étymologie: ἐπί, κράτος.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικρατής, -ές) νεοελλ. βιολ. φρ. «επικρατής χαρακτήρας» — κληρονομικός χαρακτήρας που βρίσκεται σε ένα αλληλόμορφο γονίδιο και υπερέχει του αντίστοιχου χαρακτήρα στο ομόλογο γονίδιο
νεοελλ.-αρχ.
(στον συγκριτ.) επικρατέστερος
ισχυρότερος, υπέρτερος, συνηθέστερος («η επικρατέστερη άποψη, θεωρία, γνώμη» κ.λπ.)
μσν.
(για χειμώνα) βαρύς
αρχ.
1. αυτός που υπερισχύει, επικρατεί, δεσπόζει
2. «κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον» — με επιτυχία, με υπεροχή, με επικράτηση.
επίρρ...
ἐπικρατέως
αρχ.
με ορμή, δυνατά, ισχυρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρατής (< κράτος)].

Greek Monotonic

ἐπικρᾰτής: -ές (κράτος), αυτός που επικρατεί, κύριος πράγματος· μόνο στον συγκρ., ἐπικρατέτερος, ανώτερος, υπέρτερος, σε Θουκ.· επίρρ., ἐπικρατέως, με ακαταμάχητη δύναμη, παράφορα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικρᾰτής: (только compar.) сильный, мощный, победоносный: ἐπικρατέστερον τῇ μάχῃ γίγνεσθαι Thuc. побеждать в сражении; κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον Diod. победоносно.

Middle Liddell

ἐπι-κρᾰτής, ές κράτος
master of a thing: only in comp., ἐπικρατέστερος superior, Thuc.:—adv., ἐπικρατέως, with overwhelming might, impetuously, Il., Hes.

English (Woodhouse)

conquering, victorious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)