καθέλκω

From LSJ
Revision as of 10:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέλκω Medium diacritics: καθέλκω Low diacritics: καθέλκω Capitals: ΚΑΘΕΛΚΩ
Transliteration A: kathélkō Transliteration B: kathelkō Transliteration C: kathelko Beta Code: kaqe/lkw

English (LSJ)

fut. A καθέλξω Ar.Ra.1398, καθελκύσω Luc.DDeor.21.1: aor. part. καθελκύσαντες Th.6.34: pf. καθείλκῠκα D.5.12:—Pass., aor. and pf. (v. infr.): 1 of ships, draw to the sea, launch, E.Hel. 1531, Ar.Ach.544, Eq.1315, Isoc.4.118; καθεῖλκον ναῦς ἐς τὸν Πειραιᾶ Th.2.94: abs., Phld.Mus.p.15 K.,al.:—Pass., τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς θάλασσαν Hdt.7.100; εἴ τι ναυτικόν ἐστι καθειλκυς μένον Th.6.50. 2 draw down, depress the scale, Ar.Ra.1398: metaph., outweigh, καθέλκει δρῦν πολὺ τὴν μακρὴν ὄμπνια Θεσμοφόρος Call.Aet. Oxy.2079.9; [ἡ τροφὴ] τοῖς λοιποῖς… ἰσοσθενεῖ καὶ κ. τὰ πάντα Gal. 19.190. 3 in building, carry down, τὰ σκέλη καθείλκυσται the long walls have been carried down to the sea, Str.8.6.22. II metaph., drag down, τὸ Χεῖρον… καθελκυσθὲν συνεφελκύσασθαι τὸ μέσον Plot.2.9.2, cf. Luc.Apol.11. 2 constrain. compel, BGU648.12 (ii A.D.), POxy.899.25 (iii A.D.); τινὰ εἰς φιλανθρωπίαν Lib.Or.15.29 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἕλκω), herunter-, herabziehen; Schiffe aufs Meer, Ar. Eccl. 197; τὰς ναῦς εἰς τὴν θάλατταν Plat. Legg. IV, 706 d; πλοῖον μακρόν Isocr. 4, 118; καθεῖλκον τὰς τριήρεις Xen. An. 7, 1, 19. Nur praez. u. impf. u. fut. καθέλξω, von der Wagschaale Ar. Ran. 1394; aor. act. u. pass. von καθελκύω.

Greek (Liddell-Scott)

καθέλκω: μέλλ. καθέλξω, Ἀριστ. Βάτρ. 1398, καθελκύσω Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21, 1: ἀόρ. καθείλκῠσα Θουκ. 6. 34· πρκμ. καθείλκῠκα Δημ. 60.8: ― Παθ., ἀόρ. καὶ πρκμ., ἴδε κατωτ.: ἴδε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα ἕλκω). 1) ἐπὶ πλοίου, σύρω, καταβιβάζω αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Λατ. deducere naves, Εὐρ. Ἑλ. 1531, Ἀριστοφ. Ἀχ. 544, πρβλ. Ἱππ. 1315· καθεῖλκον ναῦς ἐς Πειραιᾶ Θουκ. 2. 93· τῶν νεῶν καθελκυσθεισῶν ἐς τὴν θάλασσαν Ἡρόδ. 7.100· εἴ τι ναυτικόν ἐστι καθειλκυσμένον Θουκ. 6. 50. 2) σύρω πρὸς τὰ κάτω τὴν πλάστιγγα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1398. 3) σκέλη δὲ καθείλκυσται ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ, μακρὰ δὲ τείχη ἐκτείνονται ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ (μέχρι τῆς θαλάσσης), Στράβ. 380.

French (Bailly abrégé)

impf. καθεῖλκον, f. καθέλξω;
pour l’ao., le pf. et le pqp., on emploie καθελκύω;
c. καθελκύω.

Greek Monolingual

(AM καθέλκω)
1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω
2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῦ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.)
αρχ.
1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους της ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων ὅ,τι σοι καθέλξει», Αριστοφ.)
2. μτφ. υπερτερώ («τοῑς λοιποῑς... ἰσοσθενεῑ καὶ καθέλκει τὰ πάντα»)
3. εξαναγκάζω, υποχρεώνω
4. παθ. καθέλκομαι α) (για κτίσμα) εκτείνομαι («σκέλη δὲ καθείλκυσται ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῡ» — μακρά τείχη εκτείνονται κατά μήκος της οδού, Στράβ.)
β) επιτείνομαι, ενισχύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕλκω.

Greek Monotonic

καθέλκω: μέλ. -έλξω, σε Αριστοφ. και -ελκύσω· αόρ. αʹ καθείλκῠσα, παρακ. -είλκῠκα· — Παθ., αόρ. αʹ -ειλκύσθην, παρακ. -είλκυσμαι·
1. λέγεται για καράβια, σύρω το πλοίο από την ξηρά και το ρίχνω στη θάλασσα, καθελκύω προς την θάλασσα, Λατ. deducere, σε Ηρόδ., Αττ.
2. τραβώ, σύρω κάτω ή χαμηλώνω, πιέζω πλάστιγγα ή ζυγαριά, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-έλκω en καθ-ελκύω, Aeol. aor. κάτελκον, omlaag trekken; spec. schepen in zee trekken:; ναῦς καθεῖλκον zij trokken de schepen de zee in Thuc. 2.94.2; pass.: τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς θάλασσαν toen de schepen de zee in waren getrokken Hdt. 7.100.2.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθέλκω: (только praes., impf. καθεῖλκον и fut. καθέλξω) Plat., Xen., Arph. = καθελκύω.

Middle Liddell

fut. -έλξω Ar. fut. -ελκύσω aor1 καθείλκῠσα perf. -είλκῠκα Pass., aor1 -ειλκύσθην perf. -είλκυσμαι
1. of ships, to draw them to the sea, launch them, Lat. deducere, Hdt., attic
2. to draw down or depress the scale, Ar.