τετράπλευρος

From LSJ
Revision as of 12:46, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπλευρος Medium diacritics: τετράπλευρος Low diacritics: τετράπλευρος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: tetrápleuros Transliteration B: tetrapleuros Transliteration C: tetraplevros Beta Code: tetra/pleuros

English (LSJ)

ον, A four-sided, σχῆμα Str.5.1.2; κίων AP9.682; σῶμα Gal.8.894; facing four ways, τάγμα Ael. Tact.36.4, cf. Ascl.Tact.11.6, Arr.Tact.28.4: τετράπλευρον, τό, figure with four sides, Arist.Mech.848b20, Pr.911b3, Apollod.Poliorc.165.16; part of Sagittarius, Ptol.Tetr.25.

German (Pape)

[Seite 1098] mit vier Seiten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπλευρος: [ᾰ], -ον, ἔχων τέσσαρας πλευράς, σχῆμα Στράβ. 210˙ κίων Ἀνθ. Π. 9. 682˙ - τετράπλευρον, τό, σχῆμα ἔχον τέσσαρας πλευράς, Ἀριστ. Μηχ. 1, 4, Προβλ. 15. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a quatre côtés ; τὸ τετράπλευρον figure à quatre côtés.
Étymologie: τέσσαρες, πλευρά.

Greek Monolingual

η, -ο / τετράπλευρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις πλευρές («τετράπλευρος κίων», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπλευρο(ν)
πολύγωνο που έχει τέσσερεις πλευρές
νεοελλ.
φρ. α) «πλήρες τετράπλευρο»
μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από τέσσερεις συνεπίπεδες ευθείες και από τα έξι σημεία στα οποία τέμνονται αυτές ανά δύο και ονομάζονται κορυφές
β) «κορυφές του τετραπλεύρου»
μαθημ. τα έξι σημεία στα οποία τέμνονται ανά δύο οι πλευρές του τετραπλεύρου
γ) «τετράπλευρο λόβιο»
ανατ. λόβιο του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου κατά την άνω μοίρα του το οποίο αποτελεί το κέντρο της μυϊκής αίσθησης
αρχ.
αυτός που προσβλέπει προς τέσσερεις κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ἑξά-πλευρος].

Greek Monotonic

τετράπλευρος: [ᾰ], -ον (πλευρόν), αυτός που έχει τέσσερις πλευρές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετράπλευρος: четырехгранный (κίων Anth.).

Middle Liddell

τετρά-˘πλευρος, ον, πλευρόν
four-sided, Anth.