φιλοσοφώ

From LSJ
Revision as of 16:46, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

φιλοσοφῶ, φιλοσοφέω, ΝΜΑ φιλόσοφος
είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό
2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να το ξεπεράσει γιατί το φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς κάθαρσιν τῆς προτέρας ἀλαζονείας», Γρηγ. Ναζ.)
3. φρ. «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» — βλ. λακωνίζω
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) φιλοσοφημένος, -η, -ο
αυτός που ενέχει φιλοσοφική σκέψη («φιλοσοφημένη αντιμετώπιση του προβλήματος»)
αρχ.
1. αγαπώ την σοφία, την μόρφωση, την επιστήμη
2. συνεκδ. επιδίδομαι στην μελέτη, επιδιώκω την απόκτηση γνώσεων («φιλοκαλοῡμεν γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῡμεν ἄνευ μαλακίας», Θουκ.)
3. ασχολούμαι με την μελέτη ή την διδασκαλία της ρητορικής και της διαλεκτικής
4. συζητώ, πραγματεύομαι ένα ζήτημα χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα («ταῡτα γὰρ καλῶς λέγουσιν οἱ περὶ τὴν παιδείαν ταύτην πεφιλοσοφηκότες», Αριστοτ.)
5. συζητώ κατά τον τρόπο, κατά την μέθοδο τών φιλοσόφων
6. διδάσκω την φιλοσοφία («περὶ τῶν ἐπὶ μισθῷ φιλοσοφούντων», Λουκιαν.)
7. σπουδάζω κάτι, ασκούμαι σε κάτι
8. (με αρνητική σημ.) α) λεπτολογώ
β) σοφιστεύω
9. επινοώ, εφευρίσκω
10. εκκλ. διάγω βίο γεμάτο αυταπάρνηση
11. παθ. φιλοσοφοῦμαι, -έομαι
εξετάζομαι φιλοσοφικά
12. (το ουδ. της μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλοσοφούμενα
α) το περιεχόμενο φιλοσοφικής διδασκαλίας
β) φιλοσοφικές έρευνες και θεωρίες.