ἀνθάπτομαι
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
Ion. ἀντ-, A lay hold of in return, οἱ Πέρσαι . . ἅπτοντο αὐτοῦ· . . οἱ δὲ ἀντάπτοντο Hdt.3.137, cf. E.Hec.275: but mostly, II simply, lay hold of, grapple with, engage in, c. gen., ἀ. τοῦ πολέμου Hdt.7.138; ἀ. τῶν πραγμάτων Th.8.97; ἀ. τῆς λογιστικῆς Pl.R.525c: generally, reach, attain, τερμόνων E.Med.1182 (dub.). 2 lay hold of, seize, attack, esp. of pain, grief, etc., πλευμόνων S.Tr.778, cf. Ar. Ra.474; φρενῶν, καρδίας, E.Med.55,1360; περὶ τῆς μισθοφορᾶς . . μαλακωτέρως ἀνθήπτετο (sc. Τισσαφέρνους) attacked him, Th.8.50 (unless abs., 'was less firm in his counter-grip').
German (Pape)
[Seite 230] etwas anfassen, angreifen, τινός, Soph. σπαραγμὸς πνευμόνων ἀνθήψατο Trach. 775; parodirt von Ar. Ran. 475; φρενῶν Eur. Med. 55; vgl. 1860 u. Hec. 275; Her. in ion, F., ἀντάπτομαι, πολέμου, Krieg unternehmen, 7, 138; ἔργου, Hand ans Werklegen, Plat. Ep. VII, 328 c; λογιστικῆς, behandeln, Rep. VII, 525 c; τῶν πραγμάτων, an Staatsgeschäften Theil nehmen, Thuc. 8, 97; tadeln, τινός, 8, 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθάπτομαι: Ἰων. ἀντάπτομαι: μέλλ. -ψομαι: ἀποθ.: ― ἅπτομαι καὶ ἐγώ, ἀντεπιτίθεμαι καὶ ἐγώ, οἱ Πέρσαι... ἅπτοντο αὐτοῦ... οἱ δὲ ἀντάπτοντό τε καὶ τοῖσι σκυτάλοισι ἔπαιον Ἡρόδ. 3.137· ἐπὶ ἱκεσίας, ἥψω τῆς ἐμῆς ὡς φῂς χερὸς καὶ... ἀνθάπτομαί σου τῶνδε τῶν αὐτῶν ἐγώ, ἃπτομαι νῦν καὶ ἐγὼ τῶν αὐτῶν, Εὐρ. Ἑκ. 275· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. ἁπλῶς, ἐπιλαμβάνομαι, ἐπιχειρῶ, μετὰ γεν., οὔτε βουλομένων τῶν πολλῶν ἀντάπτεσθαι τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7.138· διεκελεύοντο ἀνθάπτεσθαι τῶν πραγμάτων = ἀντιλαμβάνεσθαι, νὰ λάβωσι μέρος εἰς τὰ πράγματα τῆς πολιτείας καὶ νὰ ἐπιδοθῶσι μετὰ ζήλου εἰς τὰ τοῦ πολέμου, Λατ. capessere remp., Θουκ. 8. 97· ἀνθ. τῆς λογιστικῆς Πλάτ. Πολ. 525C: ― ἐν γένει, φθάνω, κατορθώνω, τερμόνων Εὐρ. Μήδ. 1182. 2) προσβάλλω, ἰδίως ἐπὶ ἄλγους, κτλ., πλευμόνων ἀνθήψατο Σοφ. Τρ. 778· ἔχιδνα... ἢ τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει, πλευμόνων τ’ ἀνθάψεται Ἀριστοφ. Βάτρ. 474· φρενῶν, καρδίας Εὐρ. Μήδ. 55.1360· περὶ τῆς μισθοφορᾶς... μαλακωτέρως ἀνθήπτετο (ἐνν. Τισσαφέρνους) ἐμέμφετο αὐτόν, Θουκ. 8. 50.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνθάψομαι, ao. ἀνθηψάμην;
1 s’emparer à son tour de, gén.;
2 s’attaquer à, gén.;
3 toucher ou mettre la main à son tour à : τῶν πραγμάτων THC aux affaires publiques ; πολέμου HDT entreprendre une guerre à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἅπτομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. ἀντ- Hdt.3.137, 7.138
I c. suj. y compl. pers. o cosa en gen.
1 agarrarse a su vez οἱ Πέρσαι ... ἅπτοντο αὐτοῦ ... οἱ δὲ ἀντάπτοντο Hdt.3.137, ἀνθάπτομαί σου τῶνδε τῶν αὐτῶν ἐγώ E.Hec.275
•alcanzar τερμόνων E.Med.1182.
2 requerir, prendarse εἰ δὲ τίς κα ἀνθάπτηται Ἀγαθαμερίδος GDI 1918.12, cf. 1778.5 (Delfos II a.C.).
II fig., c. suj. pers. y compl. abstr. en gen.
1 participar, dedicarse a ἀντάπτεσθαι τοῦ πολέμου Hdt.7.138, τῶν πραγμάτων Th.8.97, αὐτῆς (λογιστικῆς) Pl.R.525c.
2 atacar, criticar τῆς μισθοφορᾶς οὐκ ἐντελοῦς οὔσης μαλακωτέρως ἀνθήπτετο (Ἀστύοχος) Th.8.50.
III c. suj. abstr. y compl. de parte del cuerpo en gen. afectar, fijarse a del dolor, la pena σπαραγμὸς πλευμόνων S.Tr.778, ξυμφορὰ ... φρενῶν E.Med.55
•c. suj. pers. atacar, herir πλευμόνων τ' ἀνθάψεται Ταρτησσία μύραινα Ar.Ra.474
•causar dolor καρδίας E.Med.1360.
Greek Monolingual
ἀνθάπτομαι (Α)
1. επιτίθεμαι και εγώ, αντεπιτίθεμαι
2. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι
3. συγκρούομαι, μπαίνω σε πόλεμο
4. καταφέρνω κάτι, κατορθώνω, φτάνω κάπου
5. (για λύπη, αρρώστια κλ.π.), προσβάλλω, κτυπώ, προξενώ πόνο
6. μέμφομαι, κατηγορώ.
Greek Monotonic
ἀνθάπτομαι: Ιων. ἀντ-, μέλ. -ψομαι, αποθ.,
I. ακουμπώ με τη σειρά, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.
II. 1. απλώς, επιλαμβάνομαι, επιχειρώ, αντιλαμβάνομαι, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.· γενικά, φθάνω, επιτυγχάνω, τερμόνων, σε Ευρ.
2. προσβάλλω, επιτίθεμαι, πλευμόνων, φρενῶν, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθάπτομαι: ион. ἀντάπτομαι
1) в свою очередь захватывать, овладевать (οἱ Πέρσαι ἅπτοντο αὐτοῦ, οἱ δὲ - sc. Κροτωνιῆται - ἀντάπτοντο Her.);
2) приниматься (за что-л.), предпринимать (πολέμου Her.; πραγμάτων Thuc.; ἔργου Plat.): μαλακωτέρως ἀ. τινος Thuc. вяло делать что-л.;
3) (о боли и болезни) нападать, поражать, мучить, терзать (πνευμόνων Soph.; καρδίας, φρενῶν Eur.);
4) достигать (τερμόνων Eur.).
Middle Liddell
I. Dep. to lay hold of in turn, c. gen., Hdt., Eur.
II. simply to lay hold of, grapple with, engage in, c. gen., Hdt., Thuc.: generally, to reach, attain, τερμόνων Eur.
2. to lay hold of, attack, πλευμόνων, φρενῶν, Soph., Eur.