ἐπαγωγός

From LSJ
Revision as of 13:00, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγωγός Medium diacritics: ἐπαγωγός Low diacritics: επαγωγός Capitals: ΕΠΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: epagōgós Transliteration B: epagōgos Transliteration C: epagogos Beta Code: e)pagwgo/s

English (LSJ)

όν, A bringing on, μανίας A.Fr.57.5 (anap.); ἡδονῆς Gorg.Hel.10; ὕπνου Pl.Ti.45d; κίνησις ἐ. ὁράσεως Ph.2.359. II attractive, alluring, τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Hdt.3.53, cf.Th.4.88; ἀκούσαντες . . ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ, of ex-parte statements, Id.6.8, cf. 5.85; ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπισπάσασθαι ib. III; ἐ. πρός τι X.Oec.13.9; λόγοι ἐ. D.59.70; of dainty dishes, ὄψον . . ἐ. πάνυ Antiph.242: Sup., δελέατα καὶ φίλτρα -ότατα Ph.1.396: c. gen., ἐ. ἡδονῇ τῶν ἀκροωμένων D.H.Isoc.3; τοῦ δήμου Plu.Publ.2; also ἔμφασιν κάλλους ἐπαγωγὸν εἶναι τοῦ ἔρωτος Chrysipp.Stoic.3.181; ἐπαγωγόν ἐστι, c. inf., it is a temptation to... X.Mem.2.5.5; τὸ ἐ. seductiveness, Pl.Phlb.44c: neut. as Adv., ἐπαγωγὸν μειδιᾶν Luc. DMeretr.1.2, 6.3. Adv. -γῶς Poll.4.24: Sup. -ότατα Paus.9.12.5.

German (Pape)

[Seite 894] herbeiführend; μανίας Aesch. frg. 51; ὕπνου Plat. Tim. 45 d; verlockend, verführend, γοήτευμα Phil. 44 c; τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Her. 3, 53; λόγοι Dem. 59, 70; καὶ οὐκ ἀληθῆ Thuc. 6, 8 u. öfter; ἐπαγωγόν ἐστιν, c. int., es ist einladend, Xen. Mem. 2, 55; von Speisen, Antiphan. bei Ath. I, 28 f; μειδιᾶν ἡδὺ καὶ ἐπαγωγόν Luc. D. Her. 6, öfter, wie a. Sp.; πρός τι, Xen. Oec. 13, 9; εἴς τι, Paus. 9, 12, 4; Ἰσοκράτης ἐπ. τῶν ἀκροωμένων D. Hal. de Isocr. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγωγός: -όν, ὁ ἐπιφέρων, μανίας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὕπνου Πλάτ. Τίμ. 45D. ΙΙ. ὡς τὸ ἐφολκός, ἑλκυστικός, θελκτικός, καταθέλγων, ἐξαπατῶν, τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Ἡρόδ. 3. 53. πρβλ. Θουκ. 4. 88· ἀκούσαντες... ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ Θουκ. 6. 8, πρβλ. 5. 85· τὸ αἰσχρὸν καλούμενον ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπεσπάσαντο αὐτόθι 111· ἐπ. πρός τι Ξεν. Οἰκ. 13, 9· ― οὕτως, ἐπὶ ὀρεκτικῶν φαγητῶν, ὄψον..., ἐπ. πάνυ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 28: ― μετὰ γεν., ἐπ. τινὸς Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2· τοῦ δήμου Πλουτ. Ποπλ. 2: ― ἐπαγωγόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., πρόσφορον, συμφέρον, Ξεν. Ἀπομν. 2. 5. 5· τὸ ἐπ., τὸ ἀπατηλόν, Πλάτ. Φίλ. 44C· ὡς Ἐπίρρ. ἐπαγωγόν, θελκτικῶς, μειδιᾷ πάνυ ἐπαγωγὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 1, 2. 6. 3, καὶ ἐπαγωγῶς Πολυδ. Δ΄, 24.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène à soi, qui attire, engageant, séduisant en parl. de choses ; ἐπ. τινος qui attire ou se concilie qqn ; πρός τι XÉN qui amène par la persuasion à faire qch;
Sp. ἐπαγωγότατος.
Étymologie: ἐπάγω.

Greek Monolingual

-ό (Α ἐπαγωγός, -όν) επάγω
ελκυστικός, θελκτικός, γοητευτικόςεπαγωγός δάσκαλος», «επαγωγός διδασκαλία, ομιλία», «επαγωγό θέμα»)
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί κάτιἐπαγωγός μανίας», Αισχύλ.)
2. απατηλός, σαγηνευτικός («ἀκούσαντες... ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ», Θουκ.)
3. αυτός που επιδρά ελκυστικά, που παρασύρει
4. (για φαγητό) νόστιμοςὄψον ἐπαγωγὸν πάνυ»)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαγωγόν
ελκυστικότητα, προσέλκυση
6. (το ουδ. επιρρηματικώς) έπαγωγόν
θελκτικά, γοητευτικά.

Greek Monotonic

ἐπᾰγωγός: -όν (ἐπάγω), ελκυστικός, δελεαστικός, γοητευτικός, θελκτικός, αυτός που αποπλανεί, που εξαπατά, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐπαγωγόν ἐστι, με απαρ., είναι πρόσφορο, είναι συμφέρον, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰγωγός:
1) приводящий или несущий с собой, влекущий за собой: ἐ. ὕπνου Plat. наводящий сон, снотворный; ἐ. πρὸς τὸ πείθεσθαι Xen. заставляющий повиноваться; ἐ. οἴκτου Plut. возбуждающий сострадание;
2) влекущий, соблазнительный, заманчивый (τὰ ἐπαγωγὰ λέγειν Her. или διαλέγεσθαι Plut.): μορφῆς ἐπαγωγὸν εἶδος Plut. очаровательная наружность; τὰ ἐπαγωγὸν γοήτευμα Plat. надувательский прием; ἐ. δήμου или ὄχλου Plut. способный увлечь народные массы.

Middle Liddell

ἐπᾰγωγός, όν ἐπάγω
attractive, tempting, alluring, seductive, Hdt., Thuc.:— ἐπαγωγόν ἐστι, c. inf., it is a temptation, Xen.

English (Woodhouse)

attractive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)