θρέπτρα

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρέπτρα Medium diacritics: θρέπτρα Low diacritics: θρέπτρα Capitals: ΘΡΕΠΤΡΑ
Transliteration A: thréptra Transliteration B: threptra Transliteration C: threptra Beta Code: qre/ptra

English (LSJ)

(A), τά,= A θρεπτήριος 111.2, οὐδὲ τοκεῦσι θ. φίλοις ἀπέδωκε Il.4.478, 17.302; θρέπτα is dub. in Epigr.Gr.442.4 (ii A.D.), Q.S.11.89, Hsch.
θρέπ-τρα (B), ἡ,= θρέπτειρα, A a nurse, CIG(add.)4300d (Antiphellos).

German (Pape)

[Seite 1217] τά, = θρεπτήρια 1 b, Erziehungslohn, Il. 17. 303. 4, 478; Zenodot schrieb ohne ρ, θρέπτα oder θρεπτά, s. Scholl. Aristonic. – Auch sp. D., wie Qu. Sm. 11, 89.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. θρεπτήρια.

English (Autenrieth)

(=θρεπτήρια, τρέφω): return for rearing; οὐδὲ τοκεῦσιν θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκεν, ‘nor did he recompense his parents for their tender care’ (since his life was cut short), Il. 4.478 and Il. 17.302.

Greek Monolingual

(I)
θρέπτρα, ἡ (Α)
τροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θρεπτήρ αντί θρέπτειρα].
(II)
θρέπτρα, τὰ (Α)
1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους
2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. δίδακτρα, εύρετρα)].

Greek Monotonic

θρέπτρα: τά (τρέφω), οι ανταμοιβές που γίνονται από τα παιδιά προς στους γονείς για τη ανατροφή τους, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θρέπτρα: τά долг взрослых детей родителям, отплата за воспитание, т. е. содержание престарелых родителей (τοκεῦσιν θ. ἀποδιδόναι Hom.).

Middle Liddell

θρέπτρα, τά, τρέφω
the returns made by children to their parents for their rearing, Il.