κρεο-

From LSJ
Revision as of 14:04, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεο Medium diacritics: κρεο- Low diacritics: κρεο- Capitals: ΚΡΕΟ-
Transliteration A: kreo- Transliteration B: kreo- Transliteration C: kreo- Beta Code: kreo

English (LSJ)

representing stem of κρέας in Compds., freq. written κρεω- in codd.

Greek Monolingual

και κρεατ(ο)- (AM κρε[ο]- και κρεω-, Α και κρεα- και κρεη- και κρειο-)
α' συνθετικό λέξεων της Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε αποτελείται από κρέας (κρεατόπιτα, κρεατόσουπα). Η συνηθέστερη μορφή του α' συνθετικού είναι κρε(o)-, ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και με τη μορφή κρεατο- < κρέας, κρέατος (κρεατομηχανή). Σε αρχ. σύνθ. εμφανίζεται και με τις εξής μορφές: α) κρεω-, που σχηματίστηκε από τη γεν. εν. κρέως και με επίδραση άλλων μορφών α' συνθετικών, όπως γεω
(< γαῖα, γῆ), π.χ. γεωγράφος, και λεω- (< λεώς, αττ. τ. του λαός), π.χ. λεωφόρος
β) κρεη-, που οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους (πρβλ. και θανατηφόρος)
και γ) κρειο-, που σχηματίστηκε πιθ. με την επίδραση της γεν. πληθ. κρειῶν. Λ. με αυτό το α' συνθετικό είναι: κρεάγρα, κρεοπώλης, κρεοφάγος
αρχ.
κρεάγρευτος, κρεαδοσία, κρεανόμος, κρεηδόκος, κρεηφάγος, κρειοδόκος, κρειοφάγος, κρεοβόρος, κρεοδαίτης, κρεοδείρα, κρεοδότης, κρεοδόχος, κρεοθέτης, κρεοθήκη, κρεοκάκκαβος, κρεοκόπος, κρεονομία, κρεοποιός, κρεοσιτώ, κρεοστάθμη, κρεουργός, κρεοφόρος, κρεωνομώ
αρχ.-μσν.
κρεωβορία
μσν.
κρεατοπουλειό, κρεοτομώ
νεοελλ.
κρεατάλευρο, κρεατοελιά, κρεατόκονις, κρεατοκόπτης, κρεατομηχανή, κρεατόμυλα, κρεατόπιτα, κρεατοσάνιδο, κρεατόσουπα, κρεατοφαγάς, κρεατοφάγος, κρεατόχρους, κρεατόχρωμος, κρεοκόπτης, κρεοσκοπία].