κυβερνώ
Greek Monolingual
(AM κυβερνῶ, -άω)
1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «της πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ.
γ. «πάντα γὰρ τά τ' οὖν πάρος τά τ' εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.)
2. (συν. σχετικά με πλοίο) διευθύνω, οδηγώ (α. «κι ωσάν ο ναύτης στη χιονιά και στην πολλήν αντάρα, όντε τη νύχτα κυβερνά με πόνο και τρομάρα», Ερωτόκρ.
β. «ὡς οὐ κατὰ τὰ γράμματα... ἐκυβέρνησε τὰς ναῡς», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. διαχειρίζομαι την εκτελεστική εξουσία μιας χώρας, είμαι πρωθυπουργός ή υπουργός
2. φροντίζω να υπάρχει επάρκεια στα αγαθά του σπιτιού
νεοελλ.-μσν.
1. κατευθύνω (α. «το μίσος σέ κυβερνά» β. «πώς κολακεύει το φιλίν, πώς κυβερνά τον πόθον», Ερωτόκρ.)
2. καθοδηγώ
μσν.
1. φροντίζω, περιποιούμαι
2. (σχετικά με παιδιά) ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ
3. κατασκευάζω, φιλοτεχνώ
4. πετυχαίνω, κατορθώνω
5. μέσ. κυβερνῶμαι, -άομαι
ορίζω τη ζωή μου
6. φρ. α) «κυβερνῶ καιρόν» — προσέχω την κατάσταση
β) «κυβερνῶ τὸ σκῆπτρον» — εξουσιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή gubernō και από αυτήν διάφορες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. government). Ο κυπριακός τ. kumerenai = κυμερῆναι οδηγεί στο να θεωρηθεί αρχικός τ. το κυμερνάω, ενώ ο τ. κυβερνῶ προήλθε με ανομοιωτική τροπή του πρώτου χειλικού έρρινου -μ- σε χειλικό κλειστό -β- λόγω της επίδρασης του οδοντικού έρρινου -ν- που ακολουθεί.
ΠΑΡ. κυβέρνηση, κυβερνήτης, κυβερνητικός
αρχ.
κυβερνήσια, κυβερνητήρ, κυβέρνιον
αρχ.-μσν.
κύβερνος
νεοελλ.
κυβερνείο, κυβέρνημα, κυβέρνια.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) διακυβερνώ
αρχ.
προκυβερνώ, συνδιακυβερνώ, υποκυβερνώ
νεοελλ.
επανακυβερνώ, κακοκυβερνώ, καλοκυβερνώ, συγκυβερνώ.