παρεξίημι
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A allow to pass through, ἅρματα D.C.40.2, cf. 50.31; of Time, let pass, τέσσερας ἡμέρας Hdt.7.210 (v.l.). II aor. inf. παρεξέμεν, divulge, dub. in h.Cer.478; cf. παρέξειμι ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 517] (s. ἵημι), daneben vorbei- od. herauslassen; παρεξῆκε ἡμέρας τέσσερας, er ließ vorübergehen, Her. 7, 210; ἐκεῖνα παρεξιέντες τὰ ἅρματα, D. Cass. 40, 2, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παρεξίημι: ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, ἐξάγω, Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ παρεξέμεν, ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. παρέξειμι.
French (Bailly abrégé)
laisser passer.
Étymologie: παρά, ἐξίημι.
Greek Monolingual
Α
1. εξάγω, αφήνω κάτι να βγει έξω
2. (για χρόνο) αφήνω να περάσει («τέσσαρας... παρεξῆκε ἡμέρας», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐξίημι «βγάζω, αφήνω κάτι να βγει»].
Greek Monotonic
παρεξίημι: αφήνω να περάσει· λέγεται για το χρόνο, αφήνω να φύγει από δίπλα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
παρεξίημι: пропускать, выжидать (τέσσερας ἡμέρας Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εξίημι voorbij laten gaan.