ἐκπυρόω
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
A burn to ashes, consume utterly, E.IA1070(lyr.); ὕδραν Id.HF421 (lyr.). 2 set on fire, Arist.Mete.341a18. II Pass., catch fire, ib.342b2, Onos. 19.3 : a term used in the Stoic philos. to express the tendency of all things to pass into fire, Zeno Stoic.2.182, etc. 2 to be burnt up, λαμπάσιν κεραυνίαις E.Ba.244, cf. Corn.ND17. 3 to be much heated, prob. in Hp.Vict.1.25, f.l. in Aph.7.38; to become red-hot, Plb.12.25.2. III heat, warm, βαλανεῖα Philostr.VA1.16.
German (Pape)
[Seite 777] ausbrennen, durch die Flamme vernichten; γαῖαν Eur. I. A. 1070; Herc. Fur. 421 u. A.; – anbrennen, entzünden, Arist. Meteorl. 1, 3, öfter; – pass., entzündet, heiß werden, χαλκός Pol. 12, 25, 2; κηρὸς φλοξίν Mesomed. 2 (Plan. 323).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπῠρόω: κατακαίω μέχρι τέφρας, ἐξαφανίζω, Εὐρ. Ι. Α. 1070, Ἡρ. Μαιν. 421· - πρυπολῶ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 21. ΙΙ. Παθ., ἀνάπτω, καίομαι, αὐτόθι 1. 5, 2· ὅρος ἐν χρήσει ἐν τῇ τοῦ Ἡρακλείτου φιλοσοφίᾳ πρὸς δήλωσις τῆς τάσεως ἣν ἔχουσι πάντα τὰ πράγματα εἰς τὸ νὰ μεταβάλλωνται εἰς πῦρ (πρβλ. ἀναθυμίασις), Διογ. Λ. 9. 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 877D, καὶ ἴδε τὴν λέξιν χρησμοσύνη· - ἀνακαίομαι, λαμπάσιν κεραυνίαις Εὐρ. Βάκχ. 244· - ὑπερθερμαίνομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1257, πρβλ. ἐκπτερόομαι· - πυρακτοῦμαι, ἐπὶ χαλκοῦ, Πολύβ. 12. 25, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
consumer par le feu, brûler, incendier.
Étymologie: ἐκ, πυρόω.
Spanish (DGE)
(ἐκπῠρόω) A tr.
I gener.
1 quemar, incendiar, abrasar c. ac. Πριάμοιο κλεινὰν γαῖαν ἐκπυρώσων E.IA 1070, Λέρνας ὕδραν E.HF 421, αὑτῶν τ' ἐκπυροῦσι σώματα de las troyanas, E.Tr.301, πυρωθεὶς γὰρ ὁ ἀὴρ ... ἐκπυροῖ τὸν τόπον Thphr.Ign.48, πῦρ ... ἐκείνην (τὴν γῆν) ... ἐκπυροῖ D.C.41.45.2, τὰ ... ἐκπυροῦντα καὶ διαιρέοντα τὰν σάρκα δριμέα cosas que queman y dividen la carne son picantes de sabores apreciados por la lengua, Ti.Locr.100e, en v. pas. ἐκπυροῦται λαμπάσιν κεραυνίαις σὺν μητρί es fulminado por los fulgores del rayo junto con su madre ref. a Dioniso, E.Ba.244
•medic., en v. pas. ser atacado por la calentura, tener fiebre ἢν ἐκπυρωθῇ συνεχεῖ πυρετῷ si es cogido por una fiebre continua Hp.Fract.45, cf. Epid.6.5.2.
2 fig. inflamar, enardecer τὸν νοῦν Sch.Pi.O.10.102c, en v. pas. ἡ λύπη ... καθάπερ ἐκπυρωθεῖσα Plu.Cor.21.
3 c. suj. de pers. calentar en extremo, calcinar προσέταξεν τήγανα καὶ λέβητας ἐκπυροῦν ordenó poner al rojo sartenes y calderos LXX 2Ma.7.3, τὰ βαλανεῖα Philostr.VA 1.16, ὄστρακα Gp.7.26.4, en v. pas. ἁ δ' ὕελος ... ἐξεχεῖτο φλοξὶν ἐκπυρουμένα el vidrio se derretía puesto al rojo con fuego Mesom.13.7.
II fil., cien., c. suj. de abstr. inflamar, producir la ignición ὁρῶμεν ... τὴν κίνησιν ὅτι δύναται διακρίνειν τὸν ἀέρα καὶ ἐκπυροῦν Arist.Mete.341a18, πέφυκεν γὰρ ἡ κίνησις ἐκπυροῦν καὶ ξύλα καὶ λίθους Arist.Cael.289a21, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ῥοίζου ... τὸ βέλος ἐκπυρωθέν el misil inflamado por la fricción Onas.19.3, cf. Corn.ND 17
•destruir por el fuego τὸν κόσμον en la teoría estoica de la destrucción periódica del cosmos por el fuego (cf. ἐκπύρωσις II 2), Plu.2.1067a, en v. pas. κατά τινας εἱμαρμένους χρόνους ἐκπυροῦσθαι τὸν σύμπαντα κόσμον Zeno Stoic.1.27.15, cf. Cleanth.Stoic.1.114.35, Clem.Al.Strom.5.14.104.
B intr. en v. med.
1 quemarse, calcinarse, arder καὶ τῶν δένδρων ὡς τὰ μάλιστα τοῦ πυρὸς ὄντα τάχιστα ἐκπυρούμενα Thphr.CP 1.21.7, ἐκπυροῦσθαι τὴν οἴκησιν ref. a la zona del trópico, Gem.16.35, ἡ βῶλος Str.5.4.8, ἐκπυροῦται δὲ ὥρᾳ θέρους τὸ πεδίον I.BI 4.457, τὸ δ' ἔλαιον ... ἐκπυροῦται el aceite arde completamente Plu.2.696c, cf. 953d.
2 calentarse en extremo διὰ τὴν ψυχρότητα οὐκ ἐκπυροῦται (τὸ ὑγρόν) Hp.Aph.5.63, σπέρμα ... μὴ ἔχον θερμότητα οὐκ ἐκπυροῦται Steph.in Hp.Aph.3.170.38
•del metal ponerse al rojo ἐκπυρουμένου τοῦ χαλκοῦ Plb.12.25.2.
3 inflamarse ὁ ἄνω ἀήρ Arist.Mete.342b2, τῶν ἐκπυρουμένων καὶ κινουμένων φασμάτων Arist.Mete.338b23, ἐκπυρουμένη καὶ λεπτυνομένη καταναλίσκεται (el alma) inflamándose y volviéndose ligera se consume Hp.Vict.1.25.
4 fig. de pers. ponerse rojo, enrojecer, ruborizarse εἰπών μοι τρεῖς λόγους ἐν οἷς ἐγὼ ἐκπυροῦμαι A.Thom.A 47.8.
Greek Monotonic
ἐκπῠρόω: μέλ. -ώσω, κατακαίω, καίω ολότελα μέχρι να γίνει κάτι στάχτες, να απανθρακωθεί, φθείρομαι τελείως, εξαφανίζω, καταστρέφω, σε Ευρ. — Παθ., πιάνω φωτιά, καίγομαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπῠρόω:
1) опустошать огнем (γαῖαν Eur.);
2) зажигать, воспламенять (ξύλα Arst.; τὸ ἔλαιον Plut.): λύπη ἐκπυρωθεῖσα Plut. жгучая скорбь;
3) раскалять (ἐκπυρούμενος χαλκός Polyb.; θερμὸς καὶ ἐκπεπυρωμένος Arst.);
4) жечь, сжигать (κύνα Λέρνας ὕδραν Eur.; κόσμον Plut.); pass. гореть, сгорать (λαμπάσιν κεραυνίαις Eur.).
Middle Liddell
fut. ώσω
to burn to ashes, consume utterly, Eur.: Pass. to catch fire, be burnt up, Eur.