γαμώ

From LSJ
Revision as of 17:48, 7 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

(γαμάω και γαμέω) (AM γαμῶ, γαμέω)
ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος
νεοελλ.
φρ.
1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» — βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος του σώματός του ή της οικογένειάς του ή κάτι σεβαστό και ιερό
2. «άι γαμήσου» — βρισιά για να απαλλαγεί κάποιος από ενοχλητικό πρόσωπο
αρχ.
1. (για άντρα) παντρεύομαι
2. γαμοῦμαι α) (για γυναίκα) παντρεύομαι
β) (για τους γονείς κόρης) παντρεύω, δίνω ως νύφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. γαμέω δεν είναι παράγωγο ονόματος, αλλά ο ίδιος με υποχωρητικό σχηματισμό παράγει τη λ. γάμος. Συνδέεται με τη λ. γαμβρός καθώς και με τα όμοιας σημασίας αρχ. ινδ. jαmᾱtᾱr, jᾱrα- κ.λπ. Δεν έχει επίσης αποδειχθεί κάποια διαφαινόμενη ετυμολογική σχέση με τα γέντο, ύγγεμος «συλλαβή», γέμω.
ΠΑΡ. γαμήλιος
αρχ.
γαμήλευμα
αρχ.-μσν.
γαμετή
νεοελλ.
γαμήσι, γαμιάς.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντιγαμέω, αρρενογαμέω, δυσγαμέω, εγγαμέω, επιγαμέω, ευγαμέω, κερδογαμέω, μονογαμέω, οψιγαμέω, προγαμέω, συγγαμέω, υπογαμέω].