καταστένω

From LSJ
Revision as of 09:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστένω Medium diacritics: καταστένω Low diacritics: καταστένω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΝΩ
Transliteration A: katasténō Transliteration B: katastenō Transliteration C: katasteno Beta Code: kataste/nw

English (LSJ)

A sigh over, lament, c. acc., S.OC1440, E.Tr.317 (lyr.), HF1141; κατὰ σὲ δακρύοις στένω ib.1045 (lyr.); ὑπέρ τινος Id.IA470; ὧν κατέστενες κακῶν (gen. by attraction) S.El.874.

German (Pape)

[Seite 1381] beseufzen; τινά, Soph. O. C. 1442; τὸν θανόντα πατέρα Eur. Troad. 318; τινός, Soph. El. 862; Eur. Androm. 444; ὑπέρ τινος, über Etwas seufzen, klagen, I. A. 470.

Greek (Liddell-Scott)

καταστένω: λίαν στενάζω, κλαίω, θρηνῶ τινα, μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Κ. 1440· τὸν θανόντα πατέρα Εὐρ. Τρῳ. 317, Ἡρ. Μαιν. 1141·― ἐν Σοφ. Ἠλ. 874, ἡ γεν., ὧν πάροιθεν εἶχες καὶ κατέστενες κακῶν, κεῖται καθ’ ἕλξιν πρὸς τὴν πτῶσιν τοῦ ἡγουμένου· ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 443, τί δῆτά σ’ οὐ (ἀντὶ σου) καταστένω; ἤδη διωρθώθη ἐξ Ἀντιγράφων· ὑπέρ τινος, χάριν τινός, ὑπὲρ τυράννων συμφορᾶς κ. Εὐρ. Ι. Α. 470.

French (Bailly abrégé)

gémir, pleurer : τινα, ὑπέρ τινος sur qqn.
Étymologie: κατά, στένω.

Greek Monolingual

καταστένω (Α)
στενάζω για κάποιον ή για κάτι, θρηνώ, κλαίω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στένω (< στένω «στενάζω»), πρβλ. μεταστένω, περιστένω.

Greek Monotonic

καταστένω: στενάζω πολύ, κλαίω ή θρηνώ, τινά, σε Σοφ., Ευρ.· ὑπέρ τινος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταστένω:
1) стонать, рыдать (ὑπέρ τινος Eur.);
2) оплакивать (τινὰ ὁρμώμενον εἰς Ἃιδην Soph.; τὸν θανόντα πατέρα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στένω bewenen, huilen: κατὰ σὲ δακρύοις στένω ik beween u met mijn tranen Eur. HF 1045 (tmesis); met ὑπέρ + gen.: ὑπὲρ τυράννων συμφορᾶς κ. om het ongeluk van de heersers wenen Eur. IA 470.

Middle Liddell


to sigh over or lament, τινά Soph., Eur.; ὑπέρ τινος Eur.