παραρρήγνυμι

From LSJ
Revision as of 10:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρρήγνῡμι Medium diacritics: παραρρήγνυμι Low diacritics: παραρρήγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: pararrḗgnymi Transliteration B: pararrēgnymi Transliteration C: pararrignymi Beta Code: pararrh/gnumi

English (LSJ)

or παραρρηγνύω (Plu.Fab.19), A break at the side, esp. break a line of battle, Th.4.96; π. τοῦ πύργου μέρος make a breach in it, Polyaen.2.27.2 :—Pass., to be broken, Th.5.73, 6.70, Arr.An.2.22.7, 4.26.5. 2 metaph., break through, violate, τὸν νόμον Them. Or.15.190b, cf. Or.16.212d. II Pass., with pf. 2 παρέρρωγα, break or burst at the side, παρέρρωγεν ποδὸς φλέψ S.Ph.824; χιτωνίου παραρραγέντος Ar.Ra.414 (lyr.); τὰ παρερρωγότα τῆς ὀρεινῆς broken ground, ravines, Plu.Alex.17; τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος Arr. An.2.11.1. 2 φωνὴ παρερρωγυῖα broken (by passion), Thphr.Char. 6.7; so τραχυνόμενον τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον Plu.TG2.

Greek (Liddell-Scott)

παραρρήγνῡμι: ἢ -ύω (Πλουτ. Φάβ. 19)· μέλλ. -ρήξω. Διαρρήγνυμι κατὰ τὰ πλάγια, διαρρηγνύω γραμμὴν μάχης, Θουκ. 4.96· καὶ ἐν τῷ παθ., διαρρήγνυμαι, θραύομαι, ὁ αὐτ. 5. 73., 6. 70· π. τεῖχος, κάμνω ῥῆγμα, Πολύαιν. 2. 27, Ἀρρ. Ἀν. 2. 22., 4. 26. 2) μεταφορ., παραβιάζω, παραβαίνω, τὸν νόμον Θεμίστ. 190Β. ΙΙ. Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. παρέρρωγα, ῥήγνυμαι κατὰ τὰ πλάγια, παρέρρωγεν ποδὸς φλὲψ Σοφ. Φιλ. 824· χιτωνίου παραρραγέντος Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· τὰ παρερρωγότα τὴς ὀρεινῆς, πετρώδεις τόποι, φάραγγες, Πλουτ. Ἀλεξ. 17· τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος, τὸ παθὸν ἐκ τοῦ πλαγίου διάρρηξιν, Ἀρρ. Ἀν. 2. 11. 2) φωνὴ παρερρωγυῖα, κερχνώδης, «βραχνὴ» φωνή, ἢ συγκοπτομένη ἐξ ὀργῆς, Θεοφρ. Χαρακτ. 6· οὕτω, τραχυνόμενον τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2.

French (Bailly abrégé)

f. παραρρήξω, pf. intr. παρέρρωγα, ao.2 Pass. παρερράγην;
I. tr. 1 briser, rompre en partie, particul. enfoncer un corps de troupes, le rompre sur un point;
2 p. ext. briser, rompre, déchirer : παραρρήγνυσθαι δι’ ὀργῆς PLUT éclater de colère;
II. intr. (au pf.) être rompu, déchiré, crevé ; παρερρωγότα PLUT fentes, crevasses de rochers.
Étymologie: παρά, ῥήγνυμι.

Greek Monolingual

και παραρρηγνύω Α
1. διασπώ, προκαλώ ρήγμα στα πλευρά, ιδίως γραμμής μάχης
2. παθ. παραρρήγνυμαι
διαρρήγνυμαι, θραύομαι, υφίσταμαι ρήγμα
3. μτφ. παραβαίνω, παραβιάζω («παραρρηγνύοντας τὸν νόμον», Θεμίστ.)
4. φρ. «φωνὴ παρερρωγυῑα» — φωνή σπασμένη από πάθος, από συγκίνηση ή θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ῥήγνυμι «σπάζω, κομματιάζω»].

Greek Monotonic

παραρρήγνῡμι: ή -ύω, μέλ. -ρήξω·
I. σπάζω από τα πλάγια, ιδίως σπάζω την πολεμική γραμμή, σε Θουκ.· και στην Παθ., έχω υποστεί ρήγμα, στον ίδ.
III. 1. Παθ. αόρ. βʹ παρερράγην [ᾰ], με παρακ. βʹ Ενεργ. παρέρρωγα, σπάζω ή διαρρηγνύω, σε Σοφ., Πλούτ.
2. φωνή παρερρωγυῖα, φωνή «σπασμένη» (από το πάθος), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

παραρρήγνῡμι: (fut. παραρρήξω, aor. 2 pass. παρερράγην)
1) разрывать, раздирать (χιτώνιον παραρραγέν Arst.): τοῦ πέπλου παρερρωγός τι Plut. разорванное место на одежде;
2) воен. делать прорыв, прорывать, расстраивать: ὑπὸ τῶν Θηβαίων παραρρηγνύντων Thuc. будучи смяты (атакующими) фиванцами;
3) перен. взрывать: παραρρηγνύμενος δι᾽ ὀργήν Plut. распаленный гневом, вспыливший;
4) (pf. παρέρρωγα) разрываться, лопаться (φλὲψ παρέρρωγεν Soph.): τὰ παρερρωγότα τῆς ὀρεινῆς Plut. скалистые ущелья.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ρρήγνυμι met acc. breken, scheuren; pass.:; χιτωνίου παραρραγέντος omdat haar manteltje gescheurd was Aristoph. Ran. 412; spec. milit. opbreken, doorbréken:; π. τὸ συνεστηκός de formatie opbreken Plut. Phil. 10.4; pass.:; τὰ γυμνὰ καὶ παραρρηγνύμενα τῆς ἐναντίας φάλαγγος de ongedekte en verbrokkelde delen van de linie van de tegenstander Plut. Brut. 42.2; abs. een doorbraak forceren. intrans. barsten, dóórbreken:; παρέρρωγεν... φλέψ een ader was gebarsten Soph. Ph. 824; med.-pass., spec. van stemgebruik:. ὁπηνίκα... αἴσθοιτο... παραρρηγνύμενον δι ’ ὀργήν telkens als hij hoorde dat zijn stem oversloeg van woede Plut. TG et CG 2.6.

Middle Liddell

or -ύω fut. -ρήξω
I. to break at the side, esp. to break a line of battle, Thuc.; and in Pass. to be broken, Thuc.
II. Pass., aor2 παρερράγην [ᾰ], with perf. 2 act. παρέρρωγα, to break or burst at the side, Soph., Plut.
2. φωνὴ παρερρωγυῖα a voice broken (by passion), Theophr.