ἰχνεύω

From LSJ
Revision as of 13:53, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνεύω Medium diacritics: ἰχνεύω Low diacritics: ιχνεύω Capitals: ΙΧΝΕΥΩ
Transliteration A: ichneúō Transliteration B: ichneuō Transliteration C: ichneyo Beta Code: *)ixneu/w

English (LSJ)

A track out, hunt after, S.Aj.20, OT 221, 476 (lyr.); ἰ. θῆρας κυσίν E.Cyc.130; κύνες ἰχνεύουσαι hunting by scent, Pl.Lg.654e: metaph., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰ. seeking for a vote of condemnation, Ar.Eq.808; ἰ. τὰ λεχθέντα Pl.Prm.128c; τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν Id.R.401c; (σοφίαν) LXX Si.51.15; ἰχνεύεις . . τίς εἴμ' ἐγώ . .; Epigr.Gr.227 (Teos); follow on the track of, emulate, ματραδελφεούς Pi.P.8.35. 2 ἰ. ὄρη to hunt the mountains, X.Cyn.4.9.

German (Pape)

[Seite 1277] spüren, aufspüren, aufsuchen, erspähen; κεῖνον ἰχνεύω πάλαι Soph. Ai. 20; τὸν ἄδηλον ἄνδρα πάντ' ἰχνεύειν O. R. 475, vgl. 221; θῆρας κυσίν Eur. Cycl. 130; sp. D., πρόκας Ap. Rh. 2, 279; in Prosa, καθάπερ κυσὶν ἰχνευούσαις διερευνητέον Plat. Legg. II, 654 e, vgl. Parm. 128 c; Xen. Cyn. 4, 9 u. Sp. – Pass. bei Poll. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνεύω: (ἴχνος) ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ, Σοφ. Αἴ. 20, Ο. Τ. 221, 475· ἰχν. θῆρας κυσὶ Εὐρ. Κύκλ. 130· κύνες ἰχνεύουσαι Πλάτ. Νόμ. 654Ε· μεταφορ., κατὰ σοῦ τὴν ψῆφον ἰχνεύων, ζητῶν νὰ εὕρῃ τὴν ψῆφον νὰ ψηφίσῃ κατὰ σοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 802· ἰχν. τὰ λεχθέντα Πλάτ. Παρμ. 128C· τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 401C· - ἰχνεύεις... τίς εἰμ’ ἐγώ..; Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227. 2) ἰχνεύω τὰ ὄρη, περιέρχομαι τὰ ὄρη κυνηγῶν, Ξεν. Κυν. 4. 9. - Παρὰ Πινδ. Π. 8. 48, ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἰχνέων (ἀκολουθῶν τοῖς ἴχνεσι…) χάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ βελτίωνδιόρθωσις τοῦ Ἑρμάννου οἰχνέων (ἰχνεύων Christ.).

French (Bailly abrégé)

suivre à la piste.
Étymologie: ἴχνος.

English (Slater)

ἰχνεύω
   1 follow in the footsteps of c. acc., met., παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς (-εᾰων Bergk, met. gratia) (P. 8.35)

Greek Monolingual

ἰχνεύω)
αναζητώ τα ίχνη, ψάχνω για τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, ιχνηλατώ
αρχ.
1. (γενικά) ζητώ να βρω κάτι, αναζητώ
2. βαδίζω στα ίχνη κάποιου, μιμούμαι, αναπτύσσω άμιλλα προς κάποιον («ἰχνεύων ματραδελφεούς», Πίνδ.)
3. φρ. «ἰχνεύω τὰ ὄρη» — τριγυρίζω τα βουνά κυνηγώντας (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος.
ΠΑΡ. ιχνευτής
αρχ.
ιχνεία, ίχνευμα, ιχνεύμων, ίχνευσις, ιχνευτήρ
μσν.
ιχνεύτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανιχνεύω
αρχ.
διεξιχνεύω, διϊχνεύω, εξιχνεύω, περιϊχνεύω, προϊχνεύω, συνανιχνεύω, συνεξιχνεύω, συνιχνεύω.

Greek Monotonic

ἰχνεύω: μέλ. -σω (ἴχνος
1. ιχνηλατώ, ανιχνεύω, εντοπίζω, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., τὴν ψῆφον ἰχνεύων κατὰ σοῦ, αναζητώντας την ψήφο της καταδίκης, σε Αριστοφ.
2. ἰχνεύω ὄρη, περιέρχομαι τα βουνά κυνηγώντας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνεύω:
1) отыскивать по следам, выслеживать (θῆρας κυσίν Eur.; κύνες ἰχνεύουσαι Plat.);
2) разыскивать, искать (τὸν ἄδηλον ἄνδρα Soph.): κεῖνον ἰχνεύω πάλαι Soph. его я давно ищу;
3) искать, стремиться: κατά τινος τὴν ψῆφον ἰ. Arph. гореть желанием подать голос за осуждение кого-л.;
4) исследовать, расследовать (τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν, τὰ λεχθέντα Plat.);
5) охотиться (с собакой): ἰ. ὄρη Xen. охотиться в горах.

Middle Liddell

ἴχνος
1. to track out, hunt after, seek out, Soph., Eur.: metaph., τὴν ψῆφον ἰχν. seeking for the vote of condemnation, Ar.
2. ἰχν. ὄρη to hunt the mountains, Xen.