διοίκησις
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
εως, ἡ, prop. A housekeeping: hence, generally, internal administration, τῆς πόλεως Pl.Prt.319d, cf. Arist. Pol.1287a6, Lys.30.22, etc.; ἐγκύκλιος δ. Arist.Ath.43.1; κοινὴ δ. Aeschin.2.149; especially of financial administration, δ. ἱερὰ καὶ ὁσία D. 24.96, cf. X.HG6.1.2; department of finance in Egypt, PTeb.7.4 (ii B. C.), al.; ὅπως… ἡ δ. γένηται ἱκανή Decr. ap. D.24.27; ὁ ἐπὶ τῇ δ. treasurer, IG2.251, al., Poll.8.113; ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως IG22.677, Decr. ap. D.18.38 (in Egypt, = διοικητής, PRev.Laws19.7); τὰ περιόντα χρήματα τῆς δ. D.59.4. 2 farming, renting, (χλωρῶν) PTeb.61 (a).206 (ii B. C.), etc. II = Lat. conventus, assize-district, Str.13.4.12, Cic.Fam.13.53.2, 67.1, OGI458.65 (Eumenia); later, group of provinces, CIL3.352 (iv A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
διοίκησις: -εως, ἡ, κυρίως ἡ τήρησις καὶ ἐπιμέλεια οἴκου, Δημ. 1111. 10· καθόλου, κυβέρνησις, διεύθυνσις, διοίκησις, τῆς πόλεως Πλάτ. Πρωτ. 319D, κτλ.· ἰδίως τῶν οἰκονομικῶν πραγμάτων, ὅπως… ἡ δ. γένηται ἱκανὴ Δημ. 728. 24· ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, ὁ διευθύνων τὰ οἰκονομικά, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 14., 730. 24· ἐντεῦθεν, αἱ δαπάναι, τὰ ἔξοδα, Λυσ. 185. 21, παρὰ Δημ. 1111. 10., 1346. 21., 1359. 9. ΙΙ. Ρωμαϊκὴ ἐπαρχία ἐκ τῶν μικροτέρων, Στράβων 629, Κικ. Fam. 13. 52, 67, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902 b· κεῖται καὶ ἐπὶ τῆς Αἰγύπτου, 4693. 2) ἐκκλησιαστική τις διαίρεσις, ἡ δικαιοδοσία ἐπισκόπου, «ἐπαρχία», Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
gouvernement d’une maison ; administration, gouvernement en gén. ; particul. administration ou direction des dépenses ; ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως DÉM le stratège chargé de l’administration (militaire).
Étymologie: διοικέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: graf. -κε- IG 12(2).15.34 (Mitilene III a.C.)
• Morfología: [gen. -ιος IG l.c.]
I 1administración interna, gobierno gener. τῆς πόλεως Pl.Prt.319d, Min.317a, R.455b, τάς τε πράξεις ἁπάσας καὶ τὰς διοικήσεις todas las funciones y responsabilidades administrativas Hdn.6.1.4, cf. Arist.Pol.1287a6, δημοσία Vett.Val.381.3, βασιλικαί Vett.Val.420.2, λογικὴ καὶ θεία Clem.Al.Strom.1.24.158, cf. 2.2.4, Eun.Cyz.Fid.3.23, ἐκκλησιαστική Epiph.Const.Haer.68.1.7, como tít. de una obra de Licurgo, Harp.s.u. δοκιμασθείς
•esp. administración financiera ὅταν μὲν ἔχῃ ἱκανὰ χρήματα εἰς διοίκησιν Lys.30.22, ἱερὰ καὶ ὁσία D.24.96, cf. 59.4, X.HG 6.1.2, ἐγκύκλιος δ. administración ordinaria Arist.Ath.43.1, IG 12(5).653.56 (Siro I a.C.), κοινή Aeschin.2.149
•administración de bienes particulares PDiog.18.14 (III d.C.), δ.· ἡ ἀνάλωσις τῶν χρημάτων Hsch.
•financiación, provisión de fondos ὅπως ... ἡ δ. ἱκανὴ γένηται para que la financiación (de los sacrificios) sea suficiente Decr. en D.24.27, ἀπὸ τῆς φυλακῆς καὶ τῆς διοικήσεως Πολεμαίῳ IClaros 1.P.5.52 (II a.C.)
•en perifr. ὁ ἐπὶ τῇ διοικήσει encargado de la administración financiera, tesorero, IG 22.555.28 (IV a.C.), 677.21, 682.80 (ambas III a.C.), ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως Decr. en D.18.38, 115, Poll.8.113, ὁ ταμίας ὁ ἐπὶ τᾶς διοικέσιος IG l.c.
•en el Egipto ptol. departamento de finanzas, administración de finanzas (cf. διοικητής II 3) ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως τεταγμένος PRev.Laws 19.7, 15 (III a.C.), cf. PHib.109.11 (III a.C.), SB 8754.4 (II a.C.), IPh.44.5 (I a.C.), οἱ ὑποτεταγμένοι τῇ διοικήσει los agentes del fisco, COrd.Ptol.61.4 (II a.C.), εἰς τὸν τῆς διοική(σεως) θη(σαυρόν) OLeid.187.1 (I a.C.).
2 distribución χλωρῶν para su cultivo PTeb.61(a).206, 67.41 (ambos II a.C.).
3 organización τοῦ λόγου D.H.Rh.9.10, περὶ τῆς κατὰ τὰ φυτὰ γεννήσεώς τε ἅμα καὶ διοικήσεως Gal.5.522, τῶν ὅλων del mundo, Aristid.Quint.131.30, cf. 53.19.
4 fig. conducta, comportamiento εἰς ἀβλαβῆ διοίκησιν A.Io.Rom.γ 9.
II demarcación jurídica, jurisdicción, distrito Ῥωμαίους μὴ κατὰ φῦλα διελεῖν αὐτούς, ἀλλὰ ἕτερον τρόπον διατάξαι τὰς διοικήσεις Str.13.4.12, cf. Cic.Fam.13.53.2, 67.1, ἐν ταῖς ἀφηγουμέναις τῶν διοικήσεων πόλεσιν IPr.105.65 (I a.C.), οἵτινες δῆμοί εἰσιν ἔξω διοικήσεως Ἐφεσίας καὶ ἔξω διοικήσεως Μειλήσιας SEG 39.1180.89 (Éfeso I d.C.)
•tard. grupo de provincias δέομαι ... ἐπαρχίαν Ῥωμαϊκὴν ἐκ μέσης ἀνῃρῆσθαι τῆς διοικήσεως Synes.Ep.73, cf. CIL 3.352C.25 (Frigia IV d.C.)
•diócesis unidad administrativa de la iglesia ὁ ἀρχιερεὺς τῆς Αἰγυπτιακῆς διοικήσεως Pall.V.Chrys.7.95, cf. Pamph.Mon.Solut.12.241, Cod.Iust.1.3.45.6.
Greek Monotonic
διοίκησις: -εως, ἡ,
I. κυβέρνηση, διοίκηση, τῆς πόλεως, σε Πλάτ. κ.λπ.· ιδίως, διαχείριση του κεντρικού δημοσίου ταμείου, σε Δημ.· ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, διευθύνων, διαχειριστής του ταμείου, παρά Δημ.
II. 1. μία από τις μικρότερες Ρωμαϊκές επαρχίες, σε Κικ.
2. εκκλησιαστική υποδιαίρεση, δικαιοδοσία επισκόπου, «επαρχία».
Russian (Dvoretsky)
διοίκησις: εως ἡ
1) управление, заведование, руководство (οἰκίας καὶ πόλεως Plat.; πόλεως Arst., Plut.; ποιεῖν τινα κύριον τῆς διοικήσεως Arst.);
2) хозяйство: ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως Dem. управляющий хозяйственными делами;
3) бюджет, доходы и расходы (ἔχειν ἱκανὰ χρήματα εἰς διοίκησιν Lys.; ἡ καθ᾽ ἡμέραν δ. Dem.);
4) небольшая область, часть провинции (τρεῖς διοικήσεις Asiaticae Cic.).
Middle Liddell
διοίκησις, εως [from διοικέω n
I. government, administration, τῆς πόλεως Plat., etc.; esp. the treasury-department, Dem.; ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως the controller, treasurer, ap. Dem.
II. one of the lesser Roman provinces, Cic.
2. as an Eccles. division, a diocese.
Greek Monolingual
η (AM διοίκησις) διοικώ
διεύθυνση, διακυβέρνηση
νεοελλ.
1. διοικητική διαίρεση μιας χώρας
2. διοικητική αρχή
3. η προϊσταμένη αρχή, το σύνολο τών προϊσταμένων μιας υπηρεσίας
4. το κτήριο όπου στεγάζεται η διοίκηση, διοικητήριο
αρχ.-μσν.
1. επαρχία στη δικαιοδοσία επισκόπου, επισκοπή
2. διαχείριση εκκλησιαστικής ή μοναστηριακής περιουσίας
μσν.
1. τακτοποίηση ή συντήρηση
2. φρ. «δημόσιαι διοικήσεις» — δημόσια λειτουργήματα
αρχ.
1. συντήρηση, φροντίδα σπιτιού
2. διευθέτηση τών αναγκαίων, εξοικονόμηση
3. δαπάνες, έξοδα
4. (στη Ρώμη) μικρή επαρχία
5. σύνολο επαρχιών
6. γεν. επιμέλεια, περιποίηση
7. χρηματικός απολογισμός
8. μίσθωση, νοίκιασμα αγρού
9. «ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως» — αυτός που διευθύνει τις οικονομικές υπηρεσίες.
English (Woodhouse)
Translations
Albanian: qeveri Government, administratë; Arabic: إِدَارَة, مُرَاقَبَة; Armenian: վարչարարություն, կառավարում; Bavarian: Vawoitung; Belarusian: адміністра́цыя, кіраўні́цтва; Bulgarian: управле́ние, ръково́дство; Catalan: administració; Chechen: администраци, ӏедал; Chinese Mandarin: 行政, 管理; Czech: správa; Danish: administration; Dutch: administratie; Esperanto: administrantaro, administracio; Estonian: administratsioon, haldamine; Finnish: hallinto, hallintotoimi; French: administration; Galician: administración; Georgian: ადმინისტრირება, ადმინისტრაცია, მართვა, ხელმძღვანელობა; German: Verwaltung, Administration; Alemannic German: Verwautig; Greek: διοίκηση, διαχείριση; Greenlandic: allaffeqarfik; Haitian Creole: administrasyon; Hindi: निर्वाह; Hungarian: adminisztráció, igazgatás, gazdálkodás, kezelés, szervezés, intézés; Indonesian: administrasi; Italian: amministrazione; Japanese: 管理; Korean: 관리; Latin: administrātiō; Latvian: pārvalde, administrācija, vadība; Lithuanian: administracija; Macedonian: администрација; Malay: pentadbiran, administrasi; Maori: minitatanga; Northern Sami: administrašuvdna; Norwegian Bokmål: administrasjon, forvaltning; Nynorsk: administrasjon, forvalting, forvaltning; Persian: اداره; Polish: administracja; Portuguese: administração; Romanian: administrare; Russian: администра́ция, управле́ние, руково́дство; Scottish Gaelic: riaghladh; Serbo-Croatian Cyrillic: администрација; Roman: administracija; Sindhi: انتظامڪاري; Slovak: správa; Slovene: uprava; Spanish: administración; Swedish: administration, förvaltning; Tagalog: administrasyon, pangasiwaan; Telugu: నిర్వాహము; Turkish: idare, yönetim; Ukrainian: адміністра́ція, управлі́ння, керівни́цтво; Vietnamese: quản lý, sự quản lý; Yiddish: אַדמיניסטראַציע