προσαναλίσκω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
fut. -ανᾱλώσω, A lavish or consume besides, καὶ τὰ τῶν φίλων π. Pl.Prt.311d; τὰς ἰδίας οὐσίας D.20.10, cf. D.C.43.18; π. οὐκ ὀλίγα χρήματα IG22.834.7; π. χρόνον ἱστοῖς waste further time on…, D.L.6.98; μισθούς τινι Porph.Abst.1.56.
German (Pape)
[Seite 749] (s. ἀναλίσκω), noch dazu verwenden, verthun; Ar. Ach. 701; καὶ τὰ τῶν φίλων προσαναλίσκοντες, Plat. Prot. 311 d; οἱ δὲ καὶ προσανηλωκότες χρήματα, Xen. An. 6, 2, 8, wo Krüger προανηλωκότες vermuthet; πρὸς τοῖς αὑτοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων, Dem. 40, 58 (Bekk. simpl.); Sp., wie D. L. 6, 98.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰνᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, καταναλίσκω προσέτι, πρ. καὶ τὰ τῶν φίλων Πλάτ. Πρωτ. 311D· τὰς ἰδίας οὐσίας Δημ. 466. 2· πρὸς τοῖς αὑτοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. 1025. 20· πρ. χρόνον ἱστοῖς, δαπανῶ χρόνον εἰς..., Διογ. Λ. 6. 98.
French (Bailly abrégé)
dépenser ou épuiser en outre.
Étymologie: πρός, ἀναλίσκω.
English (Strong)
from πρός and ἀναλίσκω; to expend further: spend.
English (Thayer)
1st aorist participle feminine προσαναλώσασα; to expend besides (πρός, IV:2): ἰατροῖς (i. e. upon physicians, Buttmann, § 133,1; εἰς ἰατρούς (cf. Winer's Grammar, 213 (200))) τόν βίον, WH omits; Tr marginal reading brackets the clause). (Xenophon, Plato, Demosthenes, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ΜΑ
σπαταλώ ή δαπανώ κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναλίσκω «καταναλώνω, ξοδεύω»].
Greek Monotonic
προσᾰνᾱλίσκω: μέλ. -ανᾱλώσω, σκορπώ ή καταναλώνω επιπλέον, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προσανᾱλίσκω: сверх того или также растрачивать (καὶ τὰ τῶν φίλων Plat.; χρήματα Xen.; χρόνον Diog. L.; ὅλον τὸν βίον τινί NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αναλίσκω extra uitgeven.
Middle Liddell
fut. -ανᾱλώσω
to lavish or consume besides, Plat., Dem.
Chinese
原文音譯:prosanal⋯skw 普羅士-安那-利士可
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-上-消耗
字義溯源:過度花費,完全耗盡,花盡了;由(πρός)=向著)與(ἀναλίσκω / ἀναλόω)=耗盡)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (ἀναλίσκω / ἀναλόω)又由(ἀνά)*=上)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 花盡了(1) 路8:43