Ω

From LSJ
Revision as of 09:30, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ω Medium diacritics: Ω Low diacritics: Ω Capitals: Ω
Transliteration A: Ō Transliteration B: Ō Transliteration C: O Beta Code: *w

English (LSJ)

ὦ, τό, twenty-fourth and last letter of the Ionic alphabet, A ἀπὸ ἄλφα ἕως .ω. Gloss.iii 283 (ix A. D.); thence used as a symbol of the end, the last, ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ (not τὸ ὦ μέγα) Apoc.1.8, al.:—as a numeral ώ = 800, but ωνυμ = 800,000. The epichoric Att. and other alphabets of the Inscrr. had used o in differently to represent the sounds of the later ο and ω: Ω is a differentiated form of ο, and, though usually = ω, was used in the Ionic islands of Paros, Thasos, and Siphnos with the value ο, while O or O represented the sound ω. The name of the letter was τὸ ὦ (perispom. acc. to Hellad. ap. Phot.p.530B.), cf. Achae.33.3, Pl.Phdr.244d, Cra. 420b, Tht.203c: after the loss of the distinction between long and short vowels, ο and ω had the same pronunciation; they begin to be confused in Papyri of iii B. C. (οἰκωνόμου PRev.Laws 50.22 (iii B. C.)), but the name ω μέγα appears first in later Greek, Theognost.Can. 13; κατὰ σχῆμα διπλοῦ ω ἤτοι μεγάλου Eust.869.26; οἱ δὲ περὶ Ἀρίσταρχον αὐτὸ τὸ ποτήριον ω μέγα εἶναί φασιν, ὁποῖν ἴσως τὸ κατὰ δύο ῡ ἐσχηματισμένον Id.869.29; ἐν τῷ ω μεγάλῳ under omega (in a lexicon), Id.1828.49: διὰ τοῠ ω μεγάλου Hdn.Epim.208.

German (Pape)

[Seite 1406] zum Unterschiede von ὂ μικρόν, vgl. Heindorf zu Plat. Crat. 416 b, vier und zwanzigster Buchstabe im griechischen Alphabet, als Zahlzeichen ω' = 800, aber,ω = 800000. Das Schriftzeichen für diesen Laut soll Simonides erfunden haben. – Bei den Ioniern tritt es zuweilen für α ein, ὤνθρωπος, ὤριστος statt ἄνθρωπος, ἄριστος, s. Koen Greg. Cor. p. 415. 421, u. häufiger für αυ, θῶμα, κῶμα, τρῶμα, ὤριον für θαῦμα, καῦμα, τραῦμα, αὔριον, vgl. Greg. Cor. p. 654. 698. – Bei den Aeolern u. Doriern steht es oft für ου, ὦας, βωλή, ὠρανός, Μῶσα, κῶρος für αὖας, βουλή, οὐρανός, Μοῦσα, κοῦρος, so wie in der 2. Deklination im gen. sing. und acc. plur. ω u. ως für ου u. ους stehen, vgl. Koen Greg. Cor. p. 191. 246. – Dagegen setzen die Dorier α für ω, z. B. πρᾶτος, θεαρός für πρῶτος, θεωρός, u. so bes. im gen. plur. der ersten Dekl. ᾶν für ῶν, s. Koen Greg. Cor. p. 196. – Bei den Aeolern steht zuweilen ο dafür, ὅρα, ὀτειλή für ὥρα, ὠτειλή, s. Koen a. a. O. 615. Auch υ, z. B. χελύνη, τέκτυν für χελώνη, τέκτων, s. Bast zu Greg. Cor. p. 586.

French (Bailly abrégé)

ω, ὦ μέγα (τό) :
indécl.
oméga litt. grand ô :
24ᵉ lettre de l’alphabet grec;
comme chiffre ωʹ = 800 - ͵ω et postér. Ω = 800 000.

English (Strong)

the last letter of the Greek alphabet, i.e. (figuratively) the finality: Omega.

English (Thayer)

Omega: omega, the last (24th) letter of the Greek alphabet: ἐγώ εἰμί τό Ω (WH Ω, L ὦ, T ὦ), equivalent to τό τέλος, i. e. the last (see Alfa, Α, ἆ, ἄλφα (and B. D. (especially American edition) under the word and article 'Alpha', also article Α and Ω by Piper in Herzog (cf. Schaff-Herzog), and by Tyrwhitt in Dict. of Chris. Antiq.)), ὦ and omicron ὀ in manuscripts see Scrivener, Plain Introduction etc., p. 627; 'Six Lectures' etc., p. 176; WH. Introductory § 404; cf. especially Meisterhans, Gram. d. Attic Inschr., p. 10.)

{{lsm |lsmtext=Ω: ω, ὦμέγα, το εικοστό τέταρτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμός, ωʹ = 800, αλλά ͵ω = 800.000. Το όνομα ὦ μέγα, μεγάλο ή μακρό ο, είναι νεότερο και διακρίνει το γράμμα αυτό από το [[ὂ μικρόν, δηλαδή το μικρό ή βραχύ ο· αλλά ο τύπος Ω δεν χρησιμοποιούνταν στην Αθήνα μέχρι τον καιρό του άρχοντα Ευκλείδη (403 π.Χ.)· βλ. Ε, Η. Μεταβολές του ω, ιδίως στις διαλέκτους:
1. Ιων., μερικές φορές αντί α, όπως, ὤνθρωπος, ὤριστος, αντί ἄνθρωπος, ἄριστος,
2. Ιων., επίσης αντί αυ, όπως, θῶμα, τρῶμα αντί θαῦμα, τραῦμα· η μεταβολή αυτή είναι επίσης και Δωρ., ὦλαξαντί αὖλαξ,
3. Αιολ. και Δωρ., ω αντί ου, όπως ὠρανός, Μῶσα, κῶρος, λιπῶσα αντί οὐρανός, Μοῦσα, κοῦρος, λιποῦσα· επομένως, οι καταλήξεις ου και ους στη γεν. ενικ. και αιτ. πληθ. μεταβάλλονται σε ωκαι ως,
4. Δωρ., το ω γίνεται , όπως, πρῶτος, πρώτιστος, θεωρὸς γίνονται πρᾶτος, πράτιστος, θεᾱρός· οπότε η κατάληξη της γεν. πληθ. των πρωτοκλίτων -ῶν γίνεται -ᾶν,
5. Αιολ., μερικές φορές το ω γίνεται υ, όπως χελύνη αντί χελώνη. }}

Russian (Dvoretsky)

Ω: ω (ὦ μέγα) омега (о долгое; 24-я и последняя буква греч. алфавита): τὸ Α καὶ τὸ Ω NT альфа и омега, перен. начало и конец; ωʹ - 800; ͵ω - 800000.

Middle Liddell


1. Ω, ω, ὦ μέγα, twenty-fourth letter of the Gr. alphabet: —as a numeral ω41 = 800, but 'ω = 800, 000. The name of ὦ μέγα, great or long ο, was given at a later period to distinguish it from ὂ μικρόν little or short ο; but the form Ω was not adopted at Athens till the Archonship of Euclides (B. C. 403); v. sub E, H. Changes of ω, especially in the dialects:
1. ionic sometimes for α, as ὤνθρωπος ὤριστος for ἄνθρωπος ἄριστος.
2. ionic also for αυ, as θῶμα τρῶμα for θαῦμα τραῦμα:—this is also doric, ὦλαξ for αὖλαξ.
3. aeolic and doric ω for ου, as ὠρανός Μῶσα κῶρος λιπῶσα for οὐρανός Μοῦσα κοῦρος λιποῦσα; so, ου and ους in gen. sg. and acc. pl. of 2nd decl. pass into ω and ως.
4. doric, ω becomes ᾱ, as πρῶτος πρώτιστος θεωρός become πρᾶτος πράτιστος θεᾱρός; so gen. pl. of 1st dec. -ῶν becomes -ᾶν.
5. Aeol. sometimes also υ, as χελύνη for χελώνη.