ἐπιφαύσκω
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
fut. -φαύσω (v. infr.):—A shine out, of the sun or moon, LXXJb.25.5, 31.26: also in pass. form, ib.41.9(10); ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός will shine out for thee,Ep.Eph.5.14.
German (Pape)
[Seite 999] erscheinen u. leuchten, aufgehen, Arist. Probl. 8, 17; Orph. H. 49, 9 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφαύσκω: ἐπιφώσκω, ἐκλάμπω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου ἢ τῆς σελήνης, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΕ΄, 5, ΛΑ΄, 26)˙ ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ. τύπῳ, αὐτόθι ΜΑ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
commencer à luire, se lever en parl. des astres.
Étymologie: ἐπί, φαύσκω.
Syn. ἐπιτέλλω, ἀνατέλλω.
English (Thayer)
(equivalent to the ἐπιφώσκω of Greek writings, cf. Winer's Grammar, 90 (85); Buttmann, 67 (59)): future ἐπιφαύσω; to shine upon: τίνι, Isaiah, Christ will pour upon thee the light of divine truth as the sun gives light to men aroused from sleep. (Job 41:9); Acta Thomae § 34.)
Greek Monolingual
ἐπιφαύσκω (Α)
(για φωτεινή πηγή) λάμπω, ανατέλλω, φωτίζω (α. «εἰ σελήνη συντάσσει, καὶ οὐκ ἐπιφαύσκει», ΠΔ
β. ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαύ-σκ-ω (< θεματικός αόρ. φάF-ε «φώτισε» με παρέκταση -σκ-)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφαύσκω:
1) (о небесных телах) начинать сиять, восходить (Arst. - v.l. ὑποφαύσκω);
2) светить (τινί NT).
Chinese
原文音譯:™pifaÚw, (™pifaÚskw) 誒披-浮哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-顯出 相當於: (אָהַל) (הָלַל / הַלְלוּיָהּ)
字義溯源:光照,起來,顯示,;源自(ἐπιφαίνω)=照耀);由(ἐπί)*=在⋯上)與(φαίνω)=發光,照耀)組成;其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀)。
同義字:1) (ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)光照 2) (ἐπιλάμπω / λάμπω)放光 3) (φαίνω)發光 4) (φωτίζω)照射
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 就要光照(1) 弗5:14