ξύλινος

From LSJ
Revision as of 12:06, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλῐνος Medium diacritics: ξύλινος Low diacritics: ξύλινος Capitals: ΞΥΛΙΝΟΣ
Transliteration A: xýlinos Transliteration B: xylinos Transliteration C: ksylinos Beta Code: cu/linos

English (LSJ)

η, ον, A of wood, wooden, τεῖχος Pi.P.3.38; δόμος, οἰκίαι, B.3.49, Hdt.4.108, etc.; ὁ ξ. καρπός produce of trees, i. e. fruit, wine, or oil, opp. ξηρός (q.v.), Pl.Criti. 115b, cf. OGI55.13 (Telmessus, iii B. C.), Str.15.1.20: pl., ξ. καρποί, opp. σιτικοί, Id.5.4.2, cf. D.S.3.63, Ath.3.78d; opp. ὁ Δημήτριος, IG22.2492.19; ξύλιναι ὦναι, opp. σιτηραί, SIG2554.17 (Magn. Mae., ii B. C.); τομὰ ἁ ξυλίνα cutting of timber, IG42(1).76.9 (Epid., ii B. C.). 2 metaph., wooden, νοῦς AP11.275 (Apollon. Gramm.), cf. 255 (Pall.). 3 ξύλινον, τό, writing-tablet, ξ. πύξινον PGrenf. 1.14.12 (ii B. C.). II of cotton, LXX Si.22.16, Plin.HN 19.14.

German (Pape)

[Seite 281] von Holz, hölzern; τεῖχος, Pind. P. 3, 38; λόχος, Her. 6, 57, im Orak., τεῖχος, 7, 141, πόλις, οἰκίαι, 4, 108; σκεύη, Plat. Theaet. 146 e; Xen. u. Sp.; – καρποὶ ξύλινοι, Baumfrüchte, Ath. III, 78 d; – λίνα, Baumwolle, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξύλινος: -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23· - ὁ ἐκ ξύλου, ξύλινος, Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.· ὁ ξ. καρπός, ὁ καρπὸς δένδρου, ἄγριος καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. ξύλινος, «ξυλένιος», νοῦς Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
1 de bois;
2 qui vient sur du bois, càd sur un arbre : ξυλίνη κύων PLUT églantier, plante.
Étymologie: ξύλον.

English (Slater)

ξῠλῐνος wooden ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν i. e. on a pyre (P. 3.38) πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι λτ;τεγτ; πλῆσθεν ἅπαντες (Wil.: ξύλινοι codd. Plutarchi) *fr. 104b.*

English (Strong)

from ξύλον; wooden: of wood.

English (Thayer)

ξυλίνη, ξύλινον (ξύλον), from Pindar and Herodotus down, wooden, made of wood: σκεύη, εἴδωλα, Θεοί, Jeremiah 29)).

Greek Monolingual

-η, -ο, (ΑΜ ξύλινος, -ίνη, -ον, Α αττ. τ. σύλινος, -ίνη, -ον) ξύλον
1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» — τα πλοία, Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν)
τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο
νεοελλ.
φρ. «ξύλινος θίασος» — τα ανδρείκελα του φασουλή
αρχ.
1. βαμβακερός
2. μτφ. αγροίκος, ηλίθιος
3. το ουδ. ως ουσ. πίνακας γραψίματος
4. φρ. «ξύλινος καρπός» — το προϊόν τών δένδρων, όπως είναι οι καρποί, το κρασί, το λάδι.

Greek Monotonic

ξύλῐνος: [ῠ], -η, -ον (ξύλον
1. αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο, ξύλινος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. μεταφ., κούτσουρο, χοντροκέφαλος, νοῦς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ξύλῐνος: (ῠ)
1) деревянный (τεῖχος, οἰκίαι Her.; σκεύη Plat., NT);
2) древесный (καρπός Plat.): ξυλίνη κύων Plut. шиповник;
3) перен. деревянный, тупой (νοῦς Anth.).

Middle Liddell

ξῠ́λῐνος, η, ον ξύλον
1. of wood, wooden, Hdt., attic
2. metaph. wooden, νοῦς Anth.

Chinese

原文音譯:xÚlinoj 克需利挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:木(製的)
字義溯源:木製的,木的;源自(ξύλον)=木料,木製品);而 (ξύλον)出自(ξέστης)=容器,罐), (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)
出現次數:總共(2);提後(1);啓(1)
譯字彙編
1) 木的(2) 提後2:20; 啓9:20

English (Woodhouse)

made of timber

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)