ἀπαθανατίζω

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰθᾰνᾰτίζω Medium diacritics: ἀπαθανατίζω Low diacritics: απαθανατίζω Capitals: ΑΠΑΘΑΝΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apathanatízō Transliteration B: apathanatizō Transliteration C: apathanatizo Beta Code: a)paqanati/zw

English (LSJ)

A aim at immortality, Pl.Chrm.156d, v.l. in Arist. EN1177b33. II trans., deify, D.S.2.20, Vett.Val.150.17; ἑαυτόν Inscr. ap. Str.15.1.73; ἀ. τὴν ψυχήν represent it as immortal, Ascl. in Metaph.90.26; make perpetual, θεὸς ἀ. τὰ γένη Ph.1.9; διὰ τοῦ πυρὸς ἀ. τοῖς θεοῖς τὰς τιμάς Porph.Abst.2.5:—Pass., become immortal, earn immortality, ψυχαὶ ἀπαθανατιζόμεναι, opp. φθαρτὰ σώματα, Ph.1.427; become a god, D.C.45.7.

Spanish (DGE)

I 1hacer inmortal abs., Pl.Chrm.156d
c. ac. αὐτὸν καίτοι θνητὸν εἶναι δοκοῦντα ἀπαθανατίζει en cambio, a uno que parece mortal lo hace inmortal de la virtud, Ph.2.338
en v. med. hacerse inmortal del alma, Ph.1.427, de Moisés, Ph.2.179
por obra del bautismo, Clem.Al.Paed.1.6.26.
2 considerar inmortal ψυχήν Ascl.in Metaph.90.26
en v. pas. ὃς δι' ἀρετὴν ἀπηθανατίσθη Sch.Pi.N.10.12.
II hacer perpetuo, inextinguible γένη Ph.1.9, τιμάς Porph.Abst.2.5.
III deificar τὴν Σεμίραμιν D.S.2.20, τοὺς ἐντυγχάνοντας Vett.Val.150.17, PMag.4.647
en v. med. convertirse en dios de César, D.C.45.7.1.

German (Pape)

[Seite 274] unsterblich machen, unter die Götter versetzen, Plat. Charm. 156 d u. Sp.; Arist. eth. 10, 7 setzt ἀνθρώπινα φρονεῖν entgegen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰθᾰνᾰτίζω: κλίνω πρὸς τὸ ἀθάνατον, κλίνω πρὸς τὸ θεῖον, προσπαθῶ νὰ παρομοιάσω πρὸς τὸ θεῖον, χρὴ δὲ οὐ κατὰ τοὺς παραινοῦντας, ἀνθρώπινα φρονεῖν, ἄνθρωπον ὄντα, οὐδὲ θνητὰ τὸν θνητόν· ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ἐνδέχεται ἀπαθανατίζειν καὶ ἅπαντα ποιεῖν πρὸς τὸ ζῆν κατὰ τὸ κράτιστον τῶν ἐν αὐτῷ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 8, Πλάτ. Χαρμ. 156D, ἔνθα ἴδε Heind. ΙΙ. μεταβ., ἀνάγω τινὰ εἰς θεούς, ἀποθεῶ αὐτόν, Διόδ. 2. 20· ἀπ. τὴν ψυχήν, παριστῶ αὐτὴν ὡς ἀθάνατον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. 576. 38 Brandis: - Παθ., καθίσταμαι, ἀθάνατος, κερδαίνω τὴν ἀθανασίαν, ψυχαὶ ἀπαθανατιζόμεναι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φθαρτὰ σώματα, Φίλων 1. 427: γίνομαι θεός, Δίων Κ. 45. 7· τὸ ὄνομά μου καθίσταται ἀθάνατον, τοὺς διὰ τῶν ποιημάτων ἀπαθανατιζομένους τῇ δόξῃ Διόδ. 4. 7 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

diviniser.
Étymologie: ἀπό, ἀθάνατος.

Greek Monolingual

ἀπαθανατίζω)
νεοελλ.
δίνω σε κάτι αθανασία, το διατηρώ με την τέχνη, τη φωτογραφία κ.λπ.
αρχ.
1. τείνω προς την αθανασία, προσπαθώ να γίνω αθάνατος
2. θεοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αθανατίζω < αθάνατος. Ο τ. αποθανατίζω οφείλεται σε εσφαλμένο χωρισμό των συνθέτων της λέξης].

Greek Monotonic

ἀπᾰθᾰνᾰτίζω: μέλ. —σω, στοχεύω, κλίνω προς την αθανασία, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαθᾰνατίζω:
1) делать бессмертным Plat., Diod., Luc.;
2) стремиться к бессмертию Arst.

Middle Liddell

to aim at immortality, Plat., Arist.