λῃστεύω

From LSJ
Revision as of 21:51, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῃστεύω Medium diacritics: λῃστεύω Low diacritics: ληστεύω Capitals: ΛΗΣΤΕΥΩ
Transliteration A: lēisteúō Transliteration B: lēsteuō Transliteration C: listeyo Beta Code: lh|steu/w

English (LSJ)

fut. -εύσω App. Pun.116:—Pass. (v. infr.), aor. A ἐλῃστεύθην D.S.2.55:—practise robbery or piracy, Th.7.18, D.4.23; ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ D.C.36.3. 2 c.acc., spoil, plunder, Th.4.45, App.Pun.5, etc.:—Pass., Th. 4.2, 5.14, D.S.l.c.; λῃστεύεται ἡ ὁδός is infested by robbers, Arr.Epict. 4.1.91.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐλῄστευσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλῃστεύθην;
1 faire métier de brigand ou de pirate;
2 piller, voler.
Étymologie: λῃστής.

Greek (Liddell-Scott)

λῃστεύω: μέλλ. -εύσω Ἀππ. Καρχηδ. 116. - Παθ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐλῃστεύθην Διόδ. 2. 55, Ἀππ.· (λῃστής). Εἶμαι λῃστὴς ἢ πειρατής, διεξάγω πειρατικὸν πόλεμον, ἐξασκῶ πειρατείαν, Λατ. latrocinari, Δημ. 46. 14· ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ Δίων Κ. 36. 3. 2) μετ’ αἰτ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, ἁρπάζω, Θουκ. 1. 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 4. 2., 5. 14, Διόδ. 2. 55· λῃστεύεται ἡ ὁδός, κατέχεται ὑπὸ λῃστῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 91.

Greek Monolingual

(AM ληστεύω) ληστής
αφαιρώ και οικειοποιούμαι ξένη περιουσία με άσκηση βίας (α. «λήστεψαν πάλι το χρυσοχοείο» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. κερδοσκοπώ σε βάρος άλλου, αισχροκερδώ («μάς λήστεψαν στο εστιατόριο»)
μσν.-αρχ.
φρ. «λῃστεύεται ἡ ὁδός» — ο δρόμος κατέχεται ή είναι γεμάτος ληστές
αρχ.
1. ασκώ πειρατεία
2. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαρπάζω («καὶ φρούριον καταστησάμενοι ἐλῄστευον τὸν ἔπειτα χρόνον τὴν Τροιζηνίαν γῆν», Θουκ.).

Greek Monotonic

λῃστεύω: μέλ. -εύσω (λῃστής), είμαι ληστής· διεξάγω πειρατικό πόλεμο, ασχολούμαι με την πειρατεία, Λατ. latrocinari, σε Δημ.
2. με αιτ., λεηλατώ, αρπάζω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

λῃστεύω: (aor. pass. ἐλῃστεύθην)
1) разбойничать, совершать набеги (ἐκ Πύλου Thuc.);
2) грабить (τοὺς παριόντας Plut.): λῃστευομένης τῆς χώρας Thuc. в то время как страна (лакедемонян) опустошалась.

Middle Liddell

λῃστεύω, fut. -εύσω λῃστής
1. to be a robber: to carry on a piratical war, to practise piracy, Lat. latrocinari, Dem.
2. c. acc. to spoil, plunder, Thuc.