πολυκηδής
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ές, full of care, grievous, νόστος Od.9.37,23.351; μάχη Plu.Nob.2 (Sup.); νοῦσος Q.S.8.31; of persons, κασιγνήτη A.R. 4.734, cf. Q.S.10.310.
German (Pape)
[Seite 664] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une grande affliction.
Étymologie: πολύς, κῆδος.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκηδής: -ές, ὁ πλήρης φροντίδων, θλιβερός, νόστος Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».
English (Autenrieth)
ές (κῆδος): full of sorrows, woful, Od. 9.37 and Od. 23.351.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες
2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ' ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ' ἐνίσπω», Ομ. Οδ.)
3. ο αίτιος πολλών συμφορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο-κηδής].
Greek Monotonic
πολῠκηδής: -ές (κῆδος), γεμάτος από φροντίδες, στεναχώριες, έγνοιες, θλιβερός, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκηδής -ές [πολύς, κῆδος] vol zorgen:. σὺ μὲν ἐνθάδ’ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον κλαίουσ ( α ) terwijl jij hier mijn kommervolle terugkeer beweende Od. 23.351.
Russian (Dvoretsky)
πολυκηδής: исполненный забот, тяжелый, мучительный (νόστος Hom.).