ἑτερόμορφος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον, of different or diverse form, Ael.NA12.16, Ph.1.655; opp. ἀνθρωποειδής, Ptol. Tetr.145; so of monstrosities, Alex.Aphr.Pr.2.47: hence ἑτερο-μορφία, ἡ, monstrosity, of the Minotaur, Isid.Etym.11.3.9.
German (Pape)
[Seite 1049] von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une forme différente.
Étymologie: ἕτερος, μορφή.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόμορφος: -ον, ἔχων διάφορον μορφήν, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16, Φίλων 1. 655.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ' ό, τι είναι σύνηθες
νεοελλ.
1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή
2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος
3. (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις κατά την ανάπτυξή του
4. διμορφισμός, η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, πολύμορφος].