παμφαίνω

From LSJ
Revision as of 21:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμφαίνω Medium diacritics: παμφαίνω Low diacritics: παμφαίνω Capitals: ΠΑΜΦΑΙΝΩ
Transliteration A: pamphaínō Transliteration B: pamphainō Transliteration C: pamfaino Beta Code: pamfai/nw

English (LSJ)

only pres. and impf. (παμφαίνεσκε Eratosth.17), shine or beam brightly, of burnished metal (cf. παμφανόων), ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον Il.11.30; σάκος χαλκῷ παμφαῖνον 14.11; τεύχεσι παμφαίνων, of Achilles, 19.398; of a star, ὅς τε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνησι or -ῃσι (Ep. for παμφαίνει or -ῃ) 5.6; πρῶτον παμφαίνων Hes.Op.567; στήθεσι παμφαίνοντες with their breasts white-gleaming, i. e. naked, Il. 11.100; ὕπερθε κέρα πάμφαινεν ἰδέσθαι Epic. in Arch.Pap.7.3: cited as a recondite word by Phld.Po.2.40. (Redupl. form of φαίνω.)

German (Pape)

[Seite 454] leuchten, hell scheinen, glänzen; ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον, Il. 11, 30; ἀστέρι, ὅςτε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνῃσι, 5, 6 (oder παμφαίνησι, wie von παμφαίνημι, vgl. παμφανάω); Hes. O. 565; auch τεύχεσι παμφαίνων, Il. 19, 398; σάκος χαλκῷ παμφαῖνον, 14, 11; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 732; Maneth.; auch in späterer Prosa nachgeahmt, vgl. Lob. Phryn 632. – Als Zusammensetzung betrachtet steht das Wort ohne alle Analogie da; man hat deshalb die erste Sylbe als Reduplication betrachtet u. παφλάζω, παιφάσσω verglichen, die aber auch nicht vollkommen analog gebildet sind (s. jedoch das Folgde). Die Alten erkl. λάμπειν, ἀστράπτειν.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être tout brillant.
Étymologie: πᾶν, φαίνω, ou pê rad. φαν redoublé.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμφαίνω [πᾶς, φαίνω] alleen praes. en imperf., schitteren, blinken.

Russian (Dvoretsky)

παμφαίνω: ярко сиять, ослепительно сверкать (ἀστὴρ παμφαίνει Hom., Hes.; σάκος χαλκῷ παμφαῖνον Hom.); белеться (στήθεσι παμφαίνοντες, sc. νεκροί Hom.).

English (Autenrieth)

(redup. from φαίνω), subj. παμφαίνῃσι, ipf. πάμφαινον: shine or gleam brightly; στήθεσι, ‘with white shining breasts' (bare), Il. 11.100.

Greek Monolingual

παμφαίνω (Α)
1. λάμπω, απαστράπτω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», Ομ. Ιλ.)
2. λευκάζω, ασπρογαλιάζω από τη λευκότητα («στήθεσι παμφαίνοντες», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος είτε με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. φαίνω (πρβλ. παπταίνω) είτε με α' συνθετικό το ουδ. του επιθ. πᾶς (βλ. λ. παν-)].

Greek Monotonic

παμφαίνω: Επικ. γʹ ενικ. υποτ. παμφαίνησι· Επικ. παρατ. παμφαίνω· δεν χρησιμ. σε άλλους χρόνους· — αναδιπλ. του φαίνω, λάμπω, αστράφτω, λέγεται για αστραφτερό μέταλλο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα αστέρια, στο ίδ.· στήθεσι παμφαίνοντες, με τα στήθη τους λευκά από τη λαμπρότητα, δηλ. γυμνόστηθοι, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παμφαίνω: λάμπω, στίλβω, ἀστράπτω, ἐπὶ ἐστιλβωμένου μετάλλου (ἴδε παμφανόων), ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον Ἰλ. Λ. 30· σάκος χαλκῷ παμφαῖνον Ξ. 11· τεύχεσι παμφαίνων, ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Τ. 398· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀστέρος, ὅστε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνησι ἢ -ῃσι (Ἐπικ. ἀντὶ παμφαίνει ἢ -ῃ) Ε. 6· πρῶτον παμφαίνων, ἐπὶ ἀνατέλλοντος ἀστέρος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 565· στήθεσι παμφαίνοντες, ἔχοντες τὰ στήθη ἀπαστράπτοντα ἐκ τῆς λευκότητος, Ἰλ. Λ. 100. (Τύπος μετὰ ποιητ. ἀναδιπλ. τοῦ φαίνω, πρβλ. βαμβαίνω, παιφάσσω, παφλάζω, παιπάλη καὶ πασπάλη, κτλ.)

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to shine brightly, to radiate (Il., παμφαίνεσκε Eratosth.);
Other forms: only presensst.
Derivatives: beside it ptc. παμφαν-όων, -όωσα, -όωντα as from *παμφανάω; cf. ἰσχανάω a.o., esp. ὑφανάω beside ὑφαίνω etc. (Schwyzer 700, Chantraine Gramm. hom. 1, 360).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Reduplicated intensive of φαίνω; s.v.

Middle Liddell

παμ-φαίνω, [not used in other tenses] [redupl. from φαίνω
to shine or beam brightly, of burnished metal, Il.; of a star, Il.; στήθεσι παμφαίνοντες with their breasts white-gleaming, i. e. naked, Il.

Frisk Etymology German

παμφαίνω: {pamphaínō}
Forms: nur Präsensst.
Grammar: v.
Meaning: hell leuchten, strahlen (ep. seit Il., παμφαίνεσκε Eratosth.);
Derivative: daneben Ptz. παμφανόων, -όωσα, -όωντα wie von *παμφανάω; vgl. ἰσχανάω u.a., bes. ὑφανάω neben ὑφαίνω usw. (Schwyzer 700, Chantraine Gramm. hom. 1, 360).
Etymology: Redupliziertes Intensivum zu φαίνω; s.d.
Page 2,470