σαρδάνιος
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[δᾰ], α, ον, an Adj. used of bitter or scornful smiles or laughter, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον μάλα τοῖον Od.20.302; so ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον Pl.R.337a; ὑπομειδιάσας σαρδάνιον Plb. 18.7.6; τί μάταια γελᾷς . . ; τάχα που σαρδάνιον γελάσεις AP5.178 (Mel.); πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς APl.4.86; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.Fam.7.25.1. (Perh. connected with σεσηρώς, grinning, sneering, Sch.Pl. l.c.; cf. σαρδάζων· μετὰ πικρίας γελῶν, Phot., Suid. —The common expl. given of this laugh was that it resembled the effect produced by a Sardinian plant (Ranunculus Sardoüs, Sardinian crowfoot, called σαρδάνη by Tz. ad Hes. Op.59, σαρδόνιον by Ps.-Dsc.2.175, D.Chr.32.99) which when eaten screwed up the face of the eater, Paus.10.17.13, Sch.Pl. l.c., Phot., Serv.ad Verg.Ecl.7.41; whence later authors wrote σαρδόνιον or σαρδώνιον (from Σαρδώ) for σαρδάνιον, Ps.-Dsc. l.c., D.Chr. l.c., Luc.Asin.24, etc., σαρδώνιος γέλως and -ωνία πόα Dsc.Alex.14, and σαρδόνιον appears as a v.l. in Hom. and Pl.; hence our form sardonic; this and other explanations are given in Timae.29, Zen.5.85, Tz.ad Lyc.796, Sch. Pl. l.c.)
German (Pape)
[Seite 862] γέλως, das grimmige Hohngelächter eines Zornigen, zu eigenem Schaden od. bei eigenem Schmerze des Lachenden, nach Schol. Plat. p. 396: ὅθεν ἀπὸ τοῦ σεσηρέναι διὰ τὴν φλόγα τὸν σαρδάνιόν φησι λεχθῆναι γέλωτα (Σιμωνίδης), wo auch Soph. frg. 171 angeführt wird; μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον μάλα τοῖον, Od. 20, 302; wahrscheinlich von σαίρω, zähnefletschend, grinsend, hohnlachend, ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον, Plat. Rep. I, 337 a, vulgo σαρδόνιον, wie auch bei Pol. 17, 7, 6 vor Bekker σαρδόνιον ὑπομειδιάσας stand; σαρδάνιον γελᾶν Mel. 52 (V, 179). – Andere schrieben σαρδόνιον u. leiteten es von einer giftigen Pflanze σαρδόνιον her, die bes. in Sardinien wachse u. das Gesicht dessen, der von ihr esse, zu einem unwillkürlichen grinsenden Lachen verziehe. – Bei Luc. asin. 24 u. Iup. trag. 16 schreibt Jacobitz σαρδώνιον.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
sardonique, càd grimaçant, convulsif ; σαρδάνιον μειδιᾶν OD avoir un sourire sardonique.
Étymologie: cf. σαρδόνιος¹ -- DELG pê apparenté à σέσηρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαρδάνιος -α -ον, later σαρδώνιος [Σαρδώ] sardonisch, bitter, boosaardig (steeds van lachen of grijnzen):. μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον inwendig lachte hij boosaardig Od. 20.302.
Russian (Dvoretsky)
σαρδάνιος: (δᾰ) (о смехе) язвительный, презрительный: σαρδάνιον (sc. γέλωτα) μειδιᾶν Hom. или γελᾶν Anth. язвительно улыбаться или смеяться.
Greek Monolingual
-α, -ον, ΜΑ
βλ. σαρδόνιος.
Greek Monotonic
σαρδάνιος: -α, -ον (σαίρω), λέγεται είτε για το πικρό είτε για το ειρωνικό, το χλευαστικό γέλιο· σαρδάνιον γελᾶν (ενν. γέλωτα)· μείδησε σαρδάνιον, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, γέλωτα σαρδάνιον, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν Σαρδόνιον, ετυμολογώντας το από το Σαρδώ, καθώς ένα τέτοιο γέλιο θύμιζε την επίδραση του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο πρόσωπο αυτού που το κατανάλωνε, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σαρδάνιος: -α, -ον, ἐπίθετ. ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ γέλωτος πικροῦ ἢ εἰρωνικοῦ καὶ χλευαστικοῦ, σαρδάνιον γελᾶν (δηλ. γέλωτα), γελῶ γέλωτα πικρὸν ἐξ ὀργῆς ἢ ἐξ ἐκδικήσεως, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον μάλα τοῖον Ὀδ. Υ. 302· οὕτως, ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον Πλάτ. Πολ. 337Α· τί μάταια γελᾷς...; τάχα που σαρδάνιον γελάσεις Ἀνθ. Π. 5. 179· πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς Ἀνθ. Πλαν. 86· ἁπλῶς, γελῶ, γέλωτα σαρδάνιον Κικ. Fam 7. 25, 1. (Ἡ ῥίζα ἴσως εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν τοῦ σεσηρώς, μὲ διεσταλμένα χείλη, ἐμπαικτικῶς, χλευαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. σαρδάζειν· «μετὰ πικρίας γελᾶν» Φώτ., Σουΐδ.,- Ἡ συνήθης ἐξήγησις τούτου τοῦ γέλωτος ἦτο ὅτι ὡμοίαζε πρὸς τὸ ἀποτέλεσμα τὸ ὁποῖον παγῆγε φυτόν τι ἐκ Σαρδοῦς (ranunculus Sardoüs, καλούμενον σαρδάνη παρὰ τῷ Τζέτζ.), Πολύβ. 17. 7, 6, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 12, Νόνν. Δ. 20. 309, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 182, ὅπερ ἐσθιόμενον διέστελλε καὶ ἐνέτεινε τὸ πρόσωπον τοῦ τρώγοντος, ἐκίνει δὲ εἰς σπασμωδικὸν γέλωτα, Παυσ. 10. 17, 13, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτ., Serv. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 7. 41· ὅθεν μεταγενέστεροι ἐκδόται ἔγραψαν Σαρδόνιον ἀντὶ Σαρδάνιον (ἐκ τοῦ Σαρδώ), Πολύβ.· ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Ὄνος 24, κτλ., τοῦτο δὲ φέρεται καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ὁμ. καὶ Πλάτ.· ὅθεν τὸ Ἀγγλ. sardonic· - Παροιμιογρ. σελ. 102, 370, Gaisf.).
Middle Liddell
σαρδάνιος, η, ον σαίρω
used of bitter or scornful laughter, σαρδάνιον γελᾶν (sc. γέλωτἀ; μείδησε σαρδάνιον he laughed a bitter laugh, Od.; so, ἀνεκάγχασε σαρδάνιον Plat.; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.—Others write Σαρδόνιον, deriving it from Σαρδώ, because such laughter resembled the effect produced by a Sardinian plant, which screwed up the face of the eater, Plut.: (hence our form sardonic).