θύρσος
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ὁ, in late Poets with heterocl. pl. A θύρσα AP6.158 (Sabin.): —wand wreathed in ivy and vine-leaves with a pine-cone at the top, carried by the devotees of Dionysus, E.Ba.80 (lyr.), SIG1109.138, Hero Spir.2.9, etc.; also of the devotees themselves, Sch.E.Hec. 261. II = κλάδος, ῥάβδος, Hsch. (Prob. a loan-word.)
German (Pape)
[Seite 1228] ὁ, der Thyrsus, der in einen Fichtenzapfen auslaufende, mit Epheu u. Weinlaub umwundene Stab des Bacchus u. der Bacchanten, Eur. Bacch. 80 u. Folgde; θύρσου χλοερὸν κωνοφόρον κάμακα Phalaec. 3 (VI,169); Sp. haben einen heterogenen plur. τὰ θύρσα, gahin. gramm. ep. (VI, 158). – Das Wort hängt mit θύω zusammen.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
thyrse, bâton des Bacchants et des Bacchantes entouré de lierre et de pampre, avec une pomme de pin au sommet.
Étymologie: DELG emprunt ; cf. hitt. tuwarsa « sarment » ou « lierre ».
Russian (Dvoretsky)
θύρσος: ὁ (в Anth. pl. тж. τὰ θύρσα) тирс (вакхический жезл, увитый плющем и виноградом и увенчанный сосновой шишкой) (θ. κωνοφόρος Anth.; θύρσῳ κροτεῖν γῆν Eur.; ὄφεις περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θύρσος: ὁ, παρὰ μεταγεν. ποιητ. μεθ’ ἑτεροκλ. πληθ. θύρσα, Ἀνθ. Π. 6. 158: ― ὁ θύρσος, ἤτοι ἡ Βακχικὴ ῥάβδος ἐστεμμένη μὲ κισσὸν καὶ φύλλα ἀμπέλου καὶ ἔχουσα ἐπὶ κορυφῆς κῶνον πίτυος, ἣν ἔφερον οἱ λατρευταὶ τοῦ Βάκχου. πρῶτον ἐν Εὐριπ. Βάκχ. 80, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., Βεργ. Αἰν. 7. 390, καὶ ἴδε θυρσαχθής, θυρσομανής. ΙΙ. ἑρμηνευόμενον ὡσαύτως παρ’ Ἡσύχ. = κλάδος, ῥάβδος· καὶ τὸ thyrsus ἦν ἐν χρήσει ἐν τῇ Λατ. ὡς = τῷ turio, δηλ. νέος κλάδος, βλαστός.
Greek Monolingual
ο (Α θύρσος, πληθ. θύρσοι, οι και μτγν. θύρσα, τά)
νεοελλ.
βοτ. σύνθετη πυκνά διακλαδισμένη ταξιανθία της οποίας κάθε είδος είναι διχάσιο
αρχ.
1. ραβδί περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που κατέληγε στην κορυφή σε κώνο πεύκου (κουκουνάρι), το οποίο ως διονυσιακό έμβλημα κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις του Βάκχου
2. (κατά τον Ησύχ.) «κλάδος, ράβδος»
3. στον πληθ. οἱ θύρσοι
συνεκδ. οι λάτρεις του Διονύσου που πανηγύριζαν προς τιμήν του κρατώντας θύρσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θύρσος δεν είναι ΙΕ προελεύσεως. Εκτός από την ελλ., την έχει δανειστεί και η Χεττιτική (πρβλ. χεττ. tuwarsa).
ΠΑΡ. αρχ. θυρσάζω, θυρσάριον, θυρσίνη, θυρσίον, θυρσίτης, θυρσίων, θυρσώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θυρσαχθής, θυρσοειδής, θυρσοκόμος, θυρσόλογχος, θυρσομανής, θυρσοπλήξ, θυρσοτινάκτης, θυρσοφορία, θυρσοφόρος, θυρσοφορώ, θυρσοχαρής. (Β' συνθετικό) αρχ. άθυρσος, εύθυρσος, κακόθυρσος, παρένθυρσος, φιλόθυρσος.
Greek Monotonic
θύρσος: ὁ, ετερογ. πληθ. θύρσα, θύρσος, δηλ. η Βακχική ράβδος που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην κορυφή, σε Ευρ., Ανθ. Π.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: the thyrsos-wand, wreathe with ivy and vine-leaves with a pine-cone at the top (E.).
Compounds: Compp., e. g. θυρσο-φόρος, ἄ-θυρσος (E.).
Derivatives: Diminut. θυρσίον (Hero), θυρσάριον (Plu.); plant name θύρσιον (Ps.-Dsc.), θύρσις (Cyran.), θυρσ-ίνη and -ίτης (Dsc., s. Strömberg Pflanzennamen 50; the last also name of a stone, Redard Les noms grecs en -της 55); θυρσίων name of a dolphinlike fish (Ath., Plin.; s. W.-Hofmann s. tursiō). Denomin.: θυρσάζω flourish the th. (Ar. Lys. 1313; Lacon. ptc. θυρσαδδωᾶν = -αζουσῶν), θυρσόω use as th. (D. S.). - Here also θυρξεύς surn. of Apollon in Achaia (Paus. 7, 21, 13)?; s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 77.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: Loan from Anatolia, cf. Hier. Luw. tuwarsa- vine (Laroche BSL 51 p. XXXIIIf., Forbes Glotta 36, 271f.). S. Heubeck, Praegraeca 80.
Middle Liddell
θύρσος, ὁ, with heterog. pl. θύρσα]
the thyrsus or Bacchic wand, being a wand wreathed in ivy and vineleaves with a pine-cone at the top, Eur., Anth.
Frisk Etymology German
θύρσος: {thúrsos}
Grammar: m.
Meaning: der Thyrsosstab, ein leichter mit Efeu und Weinblättern umwundener Stab, am oberen Ende mit einem Pinienzapfen versehen (E., hell.).
Composita: Kompp., z. B. θυρσοφόρος, ἄθυρσος (E. u. a.).
Derivative: Ableitungen: Deminutiva θυρσίον (Hero), θυρσάριον (Plu.); Pflanzennamen θύρσιον (Ps.-Dsk.), θύρσις (Kyran.), θυρσίνη und -ίτης (Dsk., vgl. Strömberg Pflanzennamen 50; letzteres auch N. eines Steins, Redard Les noms grecs en -της 55); θυρσίων N. eines delphinartigen Fisches (Ath., Plin.; vgl. W.-Hofmann s. tursiō). Denominativa: θυρσάζω den Thyrsos schwingen (Ar. Lys. 1313; lakon. Ptz. θυρσαδδωᾶν = -αζουσῶν), θυρσόω ‘als Th. brauchen’ (D. S.). — Hierher auch θυρξεύς Bein. des Apollon in Achaia (Paus. 7, 21, 13)?; s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 77.
Etymology: LW unbekannter Herkunft, vgl. hier. heth. tuwarsa- Weinstock (Laroche BSL 51 p. XXXIIIf., Forbes Glotta 36, 271f.). Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Le Pélasgique 92f.
Page 1,697